Η Μαγειριάρα...

Παράξενο όνομα και δυσνόητο.

Τίποτα περισσότερο από ότι λέει το όνομά της. Τώρα γιατί η οικογένειά μου την έλεγε έτσι και όχι πχ. Μαγειρείο δεν ξέρω να σας πώ. Ηταν όμως το παλιότερο τμήμα του σπιτιού μας στο Καζαβίτι. Παράξενο τμήμα που δεν είχε παράθυρα αλλά μόνο δυό πόρτες. Είχε και ένα άνοιγμα για να φεύγει το νερό από τον νεροχύτη της κουζίνας από όπου έμπαινε κάποιο φώς, όπως και από τις χαραμάδες της εξωτερικής πόρτας. Η εξωτερική πόρτα στα χρόνια που μπαινόβγαινα ήταν πάντα κλειστή και πολύ ψηλά για να μπείς από κεί. Αφήστε που δίπλα της είχε αρχίσει να φουντώνει μια πελώρια μαυροσυκιά που έκανε την πρόσβαση ακόμα δυσκολότερη. Εξω από την πόρτα αυτή υπήρχε ένας σωρός από πέτρες άγνωστου προορισμού.

Κι αν δεν είχα ακούσει ιστορίες από την γιαγιά Μαρούδα και την θεία Αννα για το σκοτεινό αυτό μέρος του σπιτιού. Η πιό σημαντική, που τώρα την αξιολογώ έτσι, είναι ότι εκεί γεννήθηκε ο παπα Καλλίνικος Σταματιάδης που ιδέα δεν είχα ποιός ήταν όταν μου το έλεγαν. Οι άλλες ήταν πολύ νεώτερες και αφορούσαν την Κατοχή και τις κρυψώνες που υπήρχαν στο θεοσκότεινο υπόγειο όπου δεν υπήρχαν ούτε καν πολεμίστρες και δεν έμπαινε φώς από πουθενά. Εκεί κρύβανε από τους Βούλγαρους το ποδαρόλαδο που έβγαζαν καταχείμωνο μέσα στη νύχτα και το αποθήκευαν σε καταχωσμένα κιούπια στις πιό σκοτεινές γωνίες.

Στα χρόνια μου στην Μαγειριάρα έμπαινες από την κουζίνα του σπιτιού που μόλις έβαζες το πόδι σου μέσα στα δεξιά σου έβλεπες μια μεγάλη πόρτα σαν εξώπορτα με στρογγυλεμένη  οροφή που κλείδωνε με ένα μεγάλο κλειδί που ήταν πάντα στη θέση του. Οταν ήμουνα πολύ μικρός δεν πλησίαζα ούτε κοντά γιατί δύσκολα διέκρινα τι ήταν από πίσω στα σκοτεινά. Κάποια στιγμή που βρήκα την πόρτα ανοιχτή και το φώς από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας και την πόρτα της σάλας έκαναν την ορατότητα στο εσωτερικό της σχετικά καλή, έβαλα το κεφάλι μου και έριξα μια φευγαλέα και περίεργη ματιά. Χαραμάδες στην σκεπή ανάμεσα στις πλάκες, την απέναντι πόρτα και τον νεροχύτη έσπαζαν τη σκοτεινιά και μπορούσες να διακρίνεις το περιεχόμενο που δεν μου φάνηκε σπουδαίο για να το εξερευνήσω. Διέκρινα δυό τρία σκαλοπάτια που κατέβαιναν σε ένα ξύλινο πάτωμα όπου τα σανίδια δεν ήταν εφαρμοστά και άφηναν εδώ και κεί τρύπες και χαραμάδες. Στα αριστερά διέκρινα κρεμασμένα σε καρφιά στον τοίχο κάποια παλιά ρούχα και στο πάτωμα μια λεγένη, κάτι παλιούς τενεκέδες και μερικά ακόμα άγνωστης χρήσης αντικείμενα. Στα δεξιά, κάπως πιό μακριά το πάτωμα ήταν διαφορετικό και μου φάνηκε ότι είδα πέτρινες πλάκες  ασπρισμένες γύρω γύρω, κάτι που έβλεπα στην αυλή. Κάτι σαν πάγκος κουζίνας που κατέληγε στην τρύπα του νεροχύτη στην γωνία ενώ δίπλα του έχασκε μια μεγάλη σκοτεινή μισοστρογγυλή τρύπα. Δεν τόλμησα να προχωρήσω παραπέρα και γύρισα πίσω. Μερικές μέρες αργότερα εκεί η μάνα μου μου έκανε το πρώτο καλοκαιρινό μπάνιο στην λεγένη και έτσι κατάλαβα την τότε χρήση του σκοτεινού αυτού χώρου.

Ο χώρος παλιότερα που η οικογένεια ήταν πολύ μεγαλύτερη χρησιμοποιούνταν πολύ περισσότερο ως μαγειρείο μια που διέθετε κουζίνα με νεροχύτη και φούρνο ενώ η εξωτερική πόρτα οδηγούσε σε τουαλέττα της εποχής με ξύλινο πάτωμα και την κλασσική τρύπα. Ηταν ένας συνδυασμός μεγάλης κουζίνας και αποθήκης. Φυσικά το πάτωμα ήταν σταθερό και ασφαλές και δεν κινδύνευες να βρεθείς στο υπόγειο όπως στα χρόνια μου. Οταν η οικογένεια μίκρυνε και τα χιόνια του χειμώνα άρχισαν να σαπίζουν τα σανίδια της σκεπής και του πατώματος η μαγειριάρα έγινε αποθήκη, η τουαλέττα γκρεμίστηκε και τελικά ο χώρος εγκαταλείφθηκε.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πάψαμε να χρησιμοποιούμε το σπίτι και φυσικά και την μαγειριάρα μαζί. Λίγα χρόνια αργότερα η στέγη του σπιτιού με τις τις βαριές πλάκες βούλιαξε σε ένα δυό σημεία και ο πατέρας μου αποφάσισε να την αλλάξει βάζοντας κεραμίαδια. Το τμήμα με το υπνοδωμάτιό μας και το Καμαράκι έχασε το πάτωμα ενώ το σπίτι με τον κήπο του διανεμήθηκε στα αγόρια της οικογένειας, ο πατέρας μου πήρε το μέρος με το γκρεμισμένο πάτωμα και ένα μέρος του μεγάλου κήπου.  Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η μαγειριάρα πέρασε στα χέρια του θείου μου Φίλιππα ο οποίος την πούλησε στον μακαρίτη πλέον Θωμά που είχε ήδη αγοράσει το σπίτι της Ευδοκίας, εγκαταστάθηκε σε αυτό και προσπαθούσε μάταια να αποκτήσει και το υπόλοιπο σπίτι μας. Στο μεταξύ η στέγη της έπεσε και ο Θωμάς έβαλε πρόχειρη στέγη με λαμαρίνες όπως έκανε και με πολλά άλλα σπίτια που αγόραζε. Στην φωτιά του Σεπτεμβρίου του 2016 και η Μαγειριάρα είχε την τύχη του υπόλοιπου σπιτιού. Σήμερα είναι ένας σωρός από πέτρες και ο κήπος μια μικρή ζούγκλα...

Στην φωτογραφία η αφεντιά μου με τον πατέρα μου πάνω στην στέγη της... στις αρχές της δεκαετίας του 1960.


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο