Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

 

Θα πρέπει να πήγαινα στο δημοτικό ακόμα εκείνο το καλοκαίρι αλλά από τότε είχα μια λόξα με τα βιβλία και έψαχνα ότι μπορούσα να βρώ για να διαβάσω κρυμμένο και παρατημένο στις πολίτσες του πάνω και του κάτω σπιτιού χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Καμιά φορά ξετρύπωνα κανένα παλιό βιβλίο και θυμάμαι ένα σκληρόδετο βιβλίο κάτι σαν συνοθύλλευμα από άρθρα και ιστορίες παράξενες που γυρνούσαν γύρω από την Θεσσαλία, τις πόλεις της και τα χωριά της, την παλιά και την πρόσφατη ιστορία της ακόμα και διαφημίσεις. Πρέπει να το είχαν φέρει μαζί τους από τον Βόλο οι θείες μου και κάπου ξέμεινε για να ασχολούμαι εγώ στα διαλείμματα από τα παιχνίδια στον κήπο και το απαραίτητο καθημερινό κυνήγι των πουλιών στο λιγοστό νερό των λαγκαδιών και στις κορυφές κάθε κοκουδιάς και κληματαριάς όπου βοσκούσαν τα πάσης φύσεως πουλάκια της αυλής και της γειτονιάς μας.

Ενα απόγευμα μετά τον μεσημεριανό ύπνο νυσταγμένος ψευτοδιάβαζα για πολλοστή φορά ακουμπισμένος στο τραπέζι κάποια ιστορία του παραπάνω βιβλίου, καθισμένος στον ξύλινο καναπέ του σαλονιού φορώντας μόνο ένα ανοιχτό φανελάκι γιατί η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Εντελώς ξαφνικά νοιώθω κάτι να πέφτει στην πλάτη μου μέσα από το φανελλάκι και ασυναίσθητα βάζω το χέρι μου να το πιάσω. Μεγάλο λάθος! Από το ανοιχτό ταβάνι όπου είχε την φωλιά του είχε πέσει ένας μεγάλος κιτρινόμαυρος σφίγγος που παγιδεύτηκε ανάμεσα στην πλάτη μου και το φανελάκι και όπως τον άγγιξα που έδωσε μιά τσιμπιά αλλά τι τσιμπιά! Τσίριξα εγώ, τρέξανε οι γονείς μου, σκοτώσανε τον σφίγγο αλλά η ζημιά έγινε. Τότε ούτε αμμωνία είχαμε ούτε τίποτα και το σημάδι πρήστηκε γρήγορα, εγώ ανέβασα πυρετό και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Με αρπάζει ο πατέρας μου και με τρέχει στην βρύση της γειτονιάς και αρχίζει να με καταβρέχει με το λάστιχο από πάνω μέχρι κάτω, τόνους κρύο νερό, ώσπου άρχισα να κρυώνω και λογικά ο πυρετός έπεσε. Φυσικά ούτε γιατρός υπήρχε στο χωριό, ούτε και φάρμακα, μόνο κάτι πρακτικά ματζούνια με κρεμύδια αν θυμάμαι καλά.

Επιστρέφοντας από την βρύση νάσου ο μπαρμπαγιώργος ο Κοφτερέλης που βγήκαν με την θειά Μαρία στην αυλή να δροσιστούν στην σκιερή καρυδιά. Μας ρωτάνε τι πάθαμε, διηγούμαστε την ιστορία και μας καθησυχάζει, ως συνήθως πάντα με τον καλό το λόγο και το χαμόγελο. Ο δικός μου καημός ήταν ότι δεν θα ανεβαίναμε στην Πλατάνα για να παίξω με τα άλλα παιδιά και δεν ξέρω τι να κάνω για να περάσω την ώρα μου. Ο καλός ο άνθρωπος όμως πάντα βρίσκει λύση. Μπαίνει ο μπαραμπαγιώργος στο σπίτι, κατεβαίνει φορτωμένος με ένα μεγάλο χοντρό βιβλίο και μου το δίνει γιατί ήξερε ότι είχα αρχίσει να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία. Αυτό έχω μου είπε, δές το έχει και φωτογραφίες, κάπως θα περάσεις την ώρα σου όσο φέγγει ακόμα. Ηταν ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών μεταφρασμένος στα ελληνικά. Κλασσικό βιβλίο για αριστερούς της εποχής που υμνούσε την συμμετοχή της τότε ΕΣΣΔ στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν τα ιστορικά βιβλία χωρίς να έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα γιατί που να βρεθούν και πως να αγορασθούν εκείνη την εποχή. Ετσι μόλις επιστρέψαμε και βεβαιώθηκα ότι δεν πρόκειται να πεθάνω από το τσίμπημα, μάλλον από τον φόβο μου το έπαθα το σόκ όπως και η μάννα μου που με είχε ένανε, άρχισα να ρουφάω τις σελίδες με μανία και είχα τελειώσει το μισό όταν έπρεπε να πέσουμε για ύπνο. Μόλις άρχισε να φέγγει την άλλη μέρα έπεσα με τα μούτρα και πριν το μεσημέρι το είχα τελειώσει. Σαν το πρώτο μεγάλο βιβλίο όμως που με εντυπωσίασε με όσα διηγούνταν αλλά και δεν μπορούσα όλα να τα καταλάβω ήθελα να το ξαναδιαβάσω. Το παίρνω λοιπόν και πάω πίσω στον ιδιοκτήτη του που ξεκουραζόταν στην σκιά της καρυδιάς μετά την πρωϊνή δουλειά. Δεν σου άρεσε και το έφερες πίσω κιόλας; μου λέει απογοητευμένος. Οχι! το διάβασα μιά φορά και θέλω να σου ζητήσω να το κρατήσω λίγο ακόμα για να το ξαναδιαβάσω. Αστραψε το χαμόγελο στο πρόσωπο του μπαρμπαγιώργου από την ικανοποίηση. Κράτα το όσο θές! Ούτε εγώ ούτε η Μαρία μπορούμε να το διαβάσουμε γιατί δεν ξέρουμε τόσα γράμματα, οπότε αφού είναι χρήσιμο σε σένα να το κρατήσεις και να το διαβάσεις και μιά φορά για μάς!

Η φωτογραφία γύρω στο 1965 είναι στην αυλή του πάνω σπιτιού με την μάνα μου κάτω από την καϊσιά που έκανε απίθανα νόστιμα και γλυκά καϊσια πρώϊμα που περιμέναμε πώς και πώς τέτοια εποχή.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο