Η ζωή στο Καζαβίτι στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα

Οταν ήμουν πολύ μικρός και πριν να πάω στο σχολείο η γιαγιά και η θεία Αννα ήταν αυτές που με συντρόφευαν όταν οι γονείς μου έλειπαν στις διάφορες αγροτικές εργασίες. Για να με κρατάνε ήσυχο φρόντιζαν να μου διηγούνται παραμύθια και ιστορίες από τα παλιά. Εγώ άνοιγα τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα και ξεχνιόμουν προσπαθώντας να καταλάβω τι μου έλεγαν.

Από τα αγαπημένα θέματα της γιαγιάς Μαρούδας ήταν να διηγείται τι πέρασε στη ζωή της όταν μικρό κορίτσι γύρω στα δεκαοχτώ έφυγε από το δικό της σπίτι και πήγε στην πεθερά της όπου ανέλαβε και την γηροκόμιση των ζόρικων πεθερικών της στην αρχή του προηγούμενου αιώνα. Το πράγμα γινόταν ακόμα δυσκολότερο γιατί έπρεπε να τα παλεύει όλα μόνη της αφού ο άνδρας της που ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος έλειπε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην Καβάλα όπου δούλευε ως καπνεργάτης. Με βάση τις διηγήσεις τους τότε και αργότερα, τις δικές μου εμπειρίες σαν παιδί στο περιβάλον του χωριού και τους συνειρμούς από την μελέτη των φωτογραφικών αποτυπώσεων της εποχής κυρίως από το αρχείο του Παπάνθιμου τα πράγματα είχαν κάπως έτσι.

Ο κήπος στον Κρυόνερο ήταν αγαπημένο θέμα διήγησης ίσως γιατί ζοριζόταν αρκετά αφού ήταν αρκετά μακριά και ήταν ο δεύτερος κήπος γιατί υπήρχε και άλλος κοντά στο σπίτι αλλά όχι τόσο μεγάλος, αυτός που είχαμε και εμείς αργότερα. Τότε ο κήπος ήταν η βασική πηγή τροφής σε περιόδους ανέχειας, αποκλεισμών, πολέμων, κατοχής και πριν από όλα έπρεπε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη ποσότητα σπόρων για την επόμενη χρονιά και για κάθε είδος καλλιέργειας. Εκτός από τον λαχανόκηπο υπήρχαν και κάμποσες σκάλες όπου καλλιεργούσαν πατάτες, κρεμμύδια και σκόρδα αλλά και κουκιά και ρεβύθια. Ο κήπος απαιτούσε σκληρή δουλειά και αρκετό νερό που εκείνη την εποχή υπήρχε σχετικά άφθονο μια και το χρησιμοποιούσαν μόνο στο πότισμα των κήπων. Ετσι ξυπνούσε από τα χαράματα για να πάει στον Κρυόνερο, πολλές φορές φορτωμένη με κάποιο μικρό παιδί όταν δεν είχε πού να το αφήσει και γύριζε πάλι φορτωμένη με τα φρέσκα λαχανικά σε σακλέρες και καλάθια αφού σκάλιζε, πότιζε και μάζευε ότι ήταν γινωμένο και χρειαζόταν για το φαγητό της μέρας. Τότε δεν υπήρχε ψυγείο να διατηρήσεις τίποτα αλλά μόνο το κρεμασμένο φανάρι για να κρατήσεις το μαγειρεμένο φαγητό άντε για μια μέρα και να το φάς την επόμενη αν υπήρχε παραπανίσιο, πράγμα δύσκολο με τα τόσα στόματα που υπήρχαν.

Εκτός από τον λαχανόκηπο υπήρχαν και τα καλοκαιρινά φρούτα που εκτός από την άμεση κατανάλωση (σύκα, καϊσια, δαμάσκηνα, ροδάκινα, μούρα)  χρησίμευαν ως αποξηραμένα φρούτα (σύκα και δαμάσκηνα), έκαναν γλυκό (σύκο, καρυδάκι, κολοκύθι, δαμάσκηνο) και ξηροί καρποί για το χειμώνα (καρύδια και αμύγδαλα). Τα σταφύλια ήταν μια άλλη ιστορία αφού υπήρχαν αμπέλια που έδιναν σταφύλια κατάλληλα για κρασί και ούζο αλλά και κληματαριές που έδιναν υπέροχες αγουρίδες σε κρεβατά και μια μάλιστα ήταν απλωμένη ακόμα και στα δικά μου χρόνια πάνω σε δένδρο. Ο κήπος διέθετε και δικό του ληνό που χρησιμοποιούνταν για να βγάζουν το δικό τους κρασί αλλά εγώ δεν τον πρόλαβα σε λειτουργία και τώρα στέκονται μόνο τα ντουβάρια.

Το μαγείρεμα του φαγητού γινόταν σε μεγάλο τέντζερη που κάθονταν σε πυροστιά είτε στο τζάκι ή στον χαρκόλακα στην αυλή όπου έμπαινε και καζάνι όταν ήταν απαραίτητο να βράσει νερό για το πλύσιμο των ρούχων και την βαφή των νημάτων. Το σπίτι διέθετε και φούρνο τόσο εσωτερικό στην μαγειριάρα όσο και εξωτερικό στην πάνω αυλή όπου ψήνονταν τόσο το ψωμί της οικογένειας μιά φορά κάθε βδομάδα ή και αργότερα και σε ταψιά οι κάθε είδους πίττες με βάση είτε τα χόρτα που μάζευαν από την περιοχή ή συνήθως το ψιλοκομμένο κολοκύθι ανακατεμένα με ρύζι και τυρί είτε με φύλλο που άπλωναν στο ταψί ή σκέτες πασπαλόπιττες. Το φαγητό ήταν ανάλογο με την εποχή αλλά η φασολάδα ήταν το πιό συχνό όταν υπήρχε παραγωγή τον χειμώνα. Το κρέας ήταν σπάνιο γενικώς, το κοτόπουλο όπως το ξέρουμε άγνωστο είδος, τα ψάρια σπάνιζαν στα ορεινά χωριά αλλά σε ειδικές  περιπτώσεις μπορούσαν να βρεθούν. Ο τραχανάς και οι γευκάδες ήταν βασικά στοιχεία της διατροφής και φτιάχνονταν το φθινόπωρο και αποθηκεύονταν για τον χειμώνα σε υφασμάτινα σακούλια. Τα καλοκαιρινά φαγητά περιστρέφονταν γύρω από την παραγωγή του κήπου με βασικό το τουρλού, τα κολοκύθια, τα γεμιστά κολοκυθολούλουδα, τα τηγανητά , τα πιταράκια και τις πίτες. Αν υπήρχε και κανένας επιδέξιος με τα σαλιτάρια υπήρχε και στοιχειώδες κρέας στο μενού με ψητά ή τηγανητά πουλάκια.

Φυσικά δεν ήταν ούτε και θα μπορούσαν να είναι όλα ντόπιας παραγωγής. Για όλα όσα ήταν απαραίτητα υπήρχε το μπακάλικο και ο φούρνος όπου εφόσον είχες χρήματα μπορούσες να αγοράσεις αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι, κονσέρβες, φρούτα που δεν παράγονταν στο χωριό, μπαχαρικά, σαπούνι και άλλα απαραίτητα. Το κρέας ήταν σπάνιο και μόνο όταν ο χασάπης έσφαζε κάποιο κατσίκι ή πρόβατο και μπορούσες να προλάβεις. Μοσχάρια, γουρούνια και κοτόπουλα ήταν άγνωστα είδη αλλά αν κάποιος είχε δικό του γουρούνι ή κότες που τα μεγάλωνε αυτός θα μπορούσε να έχει περιορισμένες ποσότητες μια και τα ψυγεία ήταν άγνωστα.

Συνήθως υπήρχε κοτέτσι με κότες που έφτιαχναν αυγά αλλά συχνά δεν επιζούσαν από τις επιδρομές των κουναβιών μια και το σπίτι ήταν στην άκρη του χωριού. Μια και υπήρχε μεγάλη αυλή υπήρχε και μια ή περισσότερες κατσίκες που εξασφάλιζαν το γάλα για τα παιδιά, το τυρί και το γιαούρτη όποτε το γάλα ήταν αρκετό και το κατσικάκι για το τραπέζι του Πάσχα.

Το τραπέζι ήταν ιερό και έτρωγαν όλοι μαζί, στον σοφρά που ήταν ένα χαμηλό κυκλικό τραπέζι και καθόταν όλοι γύρω γύρω σταυροπόδι με ένα κουτάλι ή ένα πηρούνι στο χέρι και όποιος προλάβει έτρωγε. Εγώ δεν τα πρόλαβα όλα αυτά αλλά ο πατέρας μου που ήταν ζόρικος στο φαγητό μου έλεγε ότι όταν δεν του άρεσε το φαγητό και αργούσε ξεροκαταπίνοντας έμενε συνήθως νηστικός.

Το νερό δεν ήταν διαθέσιμο στο σπίτι αλλά έπρεπε για κάθε χρήση να μεταφερθεί από την κοινοτική βρύση και να αποθηκευθεί είτε επρόκειτο για πόσιμο στις πήλινες λαήνες ή για πλύσιμο προσώπου, χεριών και λαχανικών στο μεταλλικό μουσλούκι του νεροχύτη ή για πλύσιμο ρούχων στην ξύλινη σκάφη και το καζάνι. Φυσικά η μεταφορά γινόταν με τα χέρια με τενεκέδες. Φυσικά η προσωπική υγειινή δεν μπορούσε να είναι συχνή, μπάνια και τουαλέττες δεν υπήρχαν, μια τρύπα σε ξύλινο δάπεδο óταν ήταν εσωτερική φαινόταν πολυτέλεια και το δοχείο νυκτός ήταν πάντα απαραίτητο ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους. H υπαίθρια ή μπαλκονάτη τουαλέττα δεν ήταν και πολύ ασυνήθιστη.

Η θέρμανση ήταν ένα πρόβλημα στο Καζαβίτι αλλά σε κάθε χειμερινό δωμάτιο υπήρχε τζάκι που εξυπηρετούσε και το μαγείρεμα και τη θέρμανση, τα ντουβάρια ήταν χοντρά, τα πατώματα ξύλινα όπως και τα ταβάνια ενώ οι σάλες ήταν αταβάνωτες συνήθως και επικοινωνούσαν πολλές φορές τόσο με το κατώϊ με εσωτερική σκάλα όσο και με το ύπαιθρο και δεν θερμαινόταν καθόλου. Ο ύπνος είχε διαβαθμίσεις, άλλος σε ξύλινα πρωτόγονα κρεββάτια με σανίδες και ποδαρικά, άλλος σε κρεβάτια με σουμιέ τριζάτο και τα πιτσιρίκια στρωματσάδα σε μια γωνιά που έκοβε το κρύο σκεπασμένα με όσα κιλίμια διέθετε η οικογένεια.

Τα περισσότερα ρούχα ήταν ιδιοκατασκευές της νοικοκυράς που έπρεπε να ξέρει να ράβει, να μπαλώνει και να πλέκει γιατί έπρεπε να πάς στην Καβάλα για να βρείς έτοιμα, αν είχες λεφτά για να τα αγοράσεις. Η καλή νοικοκυρά έπρεπε να αγοράζει μαλί από τα πρόβατα και τα κατσίκια του τσομπάνη, να το ξαίνει, να το κάνει νήμα, να το βάφει στο χρώμα που ήθελε χρησιμοποιώντας βαφές από τη φύση, να το υφαίνει για να φτιάξει χρήσιμα αντικείμενα όπως σεντόνια, κιλίμια, ταπιά και κουρελούδες, σακούλια, σακλέρες και τουρβάδες, να το πλέκει για να φτιάχνει μπλούζες και ζακέττες. Φυσικά ο παππούς από την Καβάλα τακτικά κουβαλούσε για όλους από τα μαγαζιά της Καβάλας ότι δεν μπορούσε να φτιαχτεί στο σπίτι από την γιαγιά με τα παπούτσια να είναι τα πιό απαραίτητα.

Η κύρια αγροτική απασχόληση ήταν οι ελιές που δεν άφηναν σοβαρό εισόδημα στην κατάσταση που βρισκόταν τα ελαιοκτήματα, αλλά εξασφάλιζαν το λάδι και τις ελιές της οικογένειας και αν η χρονιά είχε μαξούλι άφηναν και ένα μικρό εισόδημα. Το λάδι αποθηκεύονταν σε πιθάρια και τα κατώγια συνήθως είχαν αρκετά από αυτά σε διάφορες θέσεις, άλλα μισοθαμένα στο χώμα και άλλαόχι. Από το κλάδεμα των ελιών και το κόψιμο των κορμών τους εξασφαλίζονταν ένα μέρος από τα ξύλα που ήταν απαραίτητα τόσο για το μαγείρεμα όσο και για την θέρμανση. Τα υπόλοιπα είτε τα έπαιρναν από το δάσος ή από τα δέντρα του κήπου και αποθηκεύονταν έγκαιρα στο κατώϊ. Ετσι το μεταφορικό μέσο με την μορφή του γαϊδουριού ή του μουλαριού ήταν απαραίτητο αλλά και απαραίτητη ήταν η αποθηκευμένη τροφή του τον χειμώνα τόσο γιαυτό όσο και για τις κατσίκες. Συνήθως ένα ή περισσότερα χωράφια στη Βάλτα σπέρνονταν τριφύλλι και το καλοκαίρι συσκευάζονταν σε «μπάλλες», έτσι τις έλεγε ο πατέρας μου κι ας είχαν μορφή ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου από την κάσσα που ήταν το καλούπι  συσκευασίας. Τα ζώα ήθελαν χώρο και έτσι στο Καζαβίτι υπήρχε το παχνί και το κατώϊ και στις Καλύβες η Αχυρώνα όπου και αποθηκεύονταν η τροφή και έμπαιναν την νύχτα τα ζώα.

Εκτός από τις ελιές που εξασφάλιζαν το λάδι υπήρχαν τα αμπέλια με τα σταφύλια που βρισκόταν στις πλαγιές των λόφων της κοιλάδας του Πρίνου τόσο χαμηλά προς τη Χιόνη και το Κάπουνο όσο και γύρω από το Καζαβίτι, στα Παλιαμπέλια και στον Πλάτανο. Τα σταφύλια μεταφέρονταν στα πατητήρια και τους ληνούς για να βγεί ο μούστος που γινόταν κρασί αλλά και μουσταλευριά που ήταν ένα είδος γλυκού. Τα υπολείμματα των πατημένων σταφυλιών μεταφέρονταν στα ρακοκάζανα  όπου με απόσταξη παράγονταν το ούζο που εκτός από δυνατό ποτό ήταν και φάρμακο για τον πονόδοντο που ήταν πολύ συνηθισμένος εκείνα τα χρόνια.

Τα δάση του Καζαβιτίου ήταν πλούσια σε ξυλεία και πολλοί άνθρωποι ζούσαν μέσα στα δάση και από τα δάση ως δασεργάτες που έκοβαν πεύκα για να τα μεταφέρουν στις κορδέλες για να γίνουν οικοδομική ξυλεία (καδρόνια και σανίδια) ή στύλοι ή καυσόξυλα. Κάθε λίγα χρόνια κάθε κάτοικος του χωριού είχε δικαίωμα να κόψει ένα πεύκο για να κάνει μια ελιόσκαλα που ήταν απαραίτητη για την ελαιοσυλλογή. Η μεταφορά των κορμών γινόταν με άλογα ή βόδια από τις ξεβουνίστρες μια και δεν υπήρχαν δρόμοι ούτε φυσικά και αυτοκίνητα. Οι μεταφορές φορτίων σε επίπεδο έδαφος ήταν υπόθεση των κάρων που τα έσερναν συνήθως βόδια ή άλογα. Αργότερα για χρόνια η Λουλούκα του Γρηγόρη Βεγίνα έφερε την επανάσταση στις μεταφορές.

Οι μετακινήσεις τόσο ανθρώπων όσο και φορτίων γινόταν από μονοπάτια με γαϊδούρια και μουλάρια με σαμάρι. Μονοπάτια υπήρχαν σχεδόν παντού, μέσα στα χωριά ήταν συνήθως στρωμένα με πέτρες (καλντερίμια) αλλά και οπουδήποτε υπήρχε μεγάλη κλίση ή το νερό μπορούσε να καταστρέψει εύκολα τον δρόμο. Τα ζώα φορτώνονταν δεξιά και αριστερά ώστε να κατανέμεται το βάρος και να μην γέρνει το σαμάρι, ενώ οι άνθρωποι καβαλίκευαν στο σαμάρι γυρισμένοι στην μιά πλευρά και τα πιτσιρίκια στα καπούλια με ανοιχτά τα σκέλια. Απαραίτητη η σάγλα για να δένονται τα φορτία ανάλογα με το είδος τους ενώ το σαμάρι είχε κατάλληλους γάντζους και προεξοχές για ασφάλιση των φορτίων.

Το ταξίδι στην Καβάλα ήταν μια περιπέτεια τα πρώτα χρόνια του αιώνα όταν ακόμα τα πλοία ήταν ιστιοφόρα αλλά αργότερα με τον Μπούχλα και τον Κανατσούλη το θαλασσινό κομμάτι βελτιώθηκε πολύ. Το χερσαίο βέβαια ήθελε ζώο ή ποδάρια αλλά σ’αυτά οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι. Μέχρι να γίνει ο μόλος στην Σκάλα την μετακόμιση από το καϊκι στη στεριά αναλάμβαναν οι βάρκες.

Τα φάρμακα ήταν σπάνιο είδος και υπήρχαν συνήθως πρακτικά βότανα και ματζούνια για διάφορες χρήσεις άγνωστες στους περισσότερους αλλά το πιό συνηθισμένο ήταν το σπαθόχορτο από το οποίο γίνονταν το σπαθόλαδο ή μπάλσαμο και το σπαθοράκι. Οι γιατροί ήταν σπάνιοι αλλά υπήρχαν όπως και οι φαρμακοτρίφτες που έκαναν τα φάρμακα με τις οδηγίες των γιατρών. Οι βδέλες των καναλιών της βάλτας χρησιμοποιούνταν για αφαιμάξεις σε πρηξίματα και τοπικές μολύνσεις αν είχες το θάρρος να το κάνεις. Οι πρακτικές μαμμές βοηθούσαν στις γέννες που γινόταν στα σπίτια κάτω από τις οδηγίες τους και ταυτόχρονα έκαναν και τους γιατρούς σε πολλές περιπτώσεις (θυμάμαι το πάτημα των πυωδών αμυγδαλών μου με νισαντήρι που κάντεψε να με ξεστείλει κάποια φορά).

Η εκπαίδευση την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν υπόθεση και ευθύνη της εκκλησίας πριν περάσει στα χέρια του ελληνικού κράτους και λειτουργούσαν σχολεία με αγόρια κυρίως αλλά και κορίτσια που διδάσκονταν χωριστά στην αρχή στα αρρεναγωγεία και τα παρθεναγωγεία με δασκάλους και δασκάλες. Το σχολείο προετοίμαζε τα μικρά παιδιά και τα μάθαινε να γράφουν και να διαβάζουν ενώ τα κορίτσια εκπαιδεύονταν και στην οικοκυρική, δηλαδή τις δουλειές και τις δεξιότητες που σχετιζόταν με την διαχείριση του σπιτιού. Τα παιδιά θα έπρεπε να πηγαίνουν όλα στο σχολείο αλλά λίγα από αυτά είχαν το μυαλό τους στα γράμματα ενώ πολλοί γονείς θεωρούσαν την εκπαίδευση χαμένο χρόνο και προτιμούσαν να τα στρώνουν στη δουλειά από μικρά γιατί τα χέρια ήταν πολύτιμα στις αγροτικές εργασίες.

Η διασκέδαση δεν ήταν άγνωστη αλλά ήταν διαφορετική για τους άνδρες και διαφορετική για τις γυναίκες. Οι άνδρες είχαν το καφενείο αποκλειστικά ενώ οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία και τις επισκέψεις σε συγγενείς και γείτονες. Οταν ο καιρός ήταν καλός το καλοκαίρι οι αυλές και τα πεζούλια τους ήταν σημεία κοινωνικής συναναστροφής για τους ηλικιωμένους και τις γυναίκες που έβγαιναν να πάρουν τον αέρα τους όταν και εφόσον τελείωναν τις δουλειές τους. Βέβαια τα πανηγύρια ιδίως το καλοκαίρι για τις γιορτές του Αγίου Παντελεήμονα, του Αϊ Γιάννη, του Αϊ Γιώργη, των Αγίων Αποστόλων και τα μικρότερα της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Δημητρίου συγκέντρωναν τον κόσμο που σε ορισμένα πανηγύριζε όχι για μία αλλά για τρείς μέρες με κουλμπάνι, χορούς και γλέντια. Οι ονομαστικές γιορτές, οι γάμοι, τα βαφτίσια, οι κηδείες και τα μνημόσυνα δημιουργούσαν ευκαιρίες επισκέψεων ανάμεσα σε οικογένειες, συγγενείς, φίλους και γείτονες. Τα κεράσματα ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός κυμαινόταν από το γλυκό του κουταλιού μέχρι ούζο με μεζέ. Η νεολαία εύρισκε πάντα ευκαιρίες για βόλτες με φίλους και συγγενείς και τα εξοχικά στα Παλιαμπέλια ήταν σημείο συνάντησης και γνωριμίας συνήθως από μακριά.

Οι φωτογραφίες κυρίως από το αρχείο του Παπάνθιμου, του Τάκη Δρακοσταμάτη αλλά και το οικογενειακό αρχείο προσπαθούν να τεκμηριώσουν τα λεγόμενα αν και δεν καλύπτουν παρά πολύ ενδεικτικά ορισμένα από τα θέματα.






Η οικογένεια Γεωργίου Κυραναστάση σε σχεδόν πλήρη σύνθεση στην Πλατάνα το 1925
















 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο