Το χωριό.... οι Καλύβες … ο Πρίνος... και εγώ.

Οταν ήμουν μικρό παιδί το Καζαβίτι ήταν πάντα το Χωριό και ο Πρίνος ήταν οι Καλύβες για όλους τους ντόπιους όταν μιλούσαν μεταξύ τους ενώ η λέξη Πρίνος ήταν άγνωστη και μόνο για τα επίσημα χαρτιά. Το παλιότερο όνομα του χωριού βέβαια, το θυμάμαι σε κάρτες της οικογένειας πριν από 100 χρόνια, ήταν Χωρίον Καζαβίτι και εκείνο τον καιρό ο σημερινός Πρίνος ήταν μια σειρά από ισόγεια κατά το πλείστον καλύβια για την χειμερινή διαμονή των κατοίκων όταν έπρεπε να μαζέψουν τις ελιές. Η Σκάλα ήταν ένα δυό σπίτια, πιό πολύ καλογερικές ιδιοκτησίες παρά κατοικίες. Οσο για το δασύλιο... σκέτη φύση. Ετσι μια και εμείς φημιζόμαστε για την συγκοπή των λέξεων στην καθημερινή ομιλία, κόψαμε το Καζαβίτι και αφήσαμε το Χωριό ενώ οι Καλύβες Πρίνου έμειναν σκέτες στην καθομιλουμένη. Το όνομα Πρίνος εμφανίστηκε ως επίσημο όνομα του οικισμού μάλλον όταν τα παλιά ονόματα επι τουρκοκρατίας αντικαταστάθηκαν από ελληνοπρεπή έστω και αν το Καζαβίτι δεν τουρκοφέρνει ...αλλά το πήρε κι αυτό η μπόρα. Επισήμως λοιπόν το όνομα εξαφανίστηκε και όλοι οι οικισμοί απέκτησαν κάποιον προσδιορισμό του νέου ονόματος. Ετσι η Τσιγκούρα έγινε Μεγάλος Πρίνος, η Παραχώρα Μικρός Πρίνος, οι Καλύβες έγιναν Καλύβαι Πρίνου και η Σκάλα έγινε Ορμος Πρίνου για να χαθούν οι κακόηχες Καλύβες τελικά και η λέξη Πρίνος να μείνει μοναχή. Στο μεταξύ προστέθηκε και το Δασύλιο Πρίνου για να καλύψει και την τουριστική επέκταση του οικισμού.

Την λέξη Καζαβίτι την είχα σχεδόν ξεχάσει όταν κάποια στιγμή την είδα σε παρένθεση των λέξεων Μικρός και Μεγάλος Πρίνος (Καζαβίτια) σε ταμπέλα στην διασταύρωση του περιφερειακού δρόμου του νησιού με τον κεντρικό δρόμο του Πρίνου που έδειχνε την κατεύθυνση για το Χωριό. Δεν ξέρω πότε ακριβώς τοποθετήθηκε μια και τότε ήμουν πιά επισκέπτης και όχι μόνιμος κάτοικος αλλά θα πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από τότε και μετά ήταν η εκδήλωση των Καζαβητιανών που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έδωσε καινούρια ώθηση στην καθιέρωση και την επαναφορά στην επικαιρότητα του παλιού ονόματος.

Πως εξελίχθηκε όμως το χωριό από την δεκαετία του 1950 και μετά; Δύο ήταν κατά την γνώμη μου οι βασικές αιτίες που οδήγησαν στην μετακίνηση του ενδιαφέροντος των κατοίκων από το βουνό στις παραλίες. Σε πρώτη φάση ήταν καθαρά οικονομικοί λόγοι εφόσον η μονοκαλλιέργεια της ελιάς άρχισε να γίνεται πιό αποδοτική με την συγκέντρωση των κτημάτων μέσω των αναδασμών και ο αναδυόμενος τουρισμός στις παραλίες. Σε δεύτερη φάση ο εξηλεκτρισμός και η αύξηση των ανέσεων που είχαν στις Καλύβες οδήγησε αναπόφευχτα σε μείωση αρχικά και μηδενισμό στη συνέχεια του χρόνου που κάποιος περνούσε στο Χωριό. Οι νεαρότερες ηλικίες τραβούσαν στις παραλίες αφήνοντας τους παλιότερους με την παράδοση της καλοκαιρινής διαμονής η οποία όμως απαιτούσε σιγά σιγά εκτεταμένες επισκευές στα πανάρχαια σπίτια χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις που έτσι έγιναν «βάρος» που έψαχναν τρόπο να τα ξεφορτωθούν. Ολο και περισσότεροι άφηναν τα καλοκαιρινά σπίτια στο έλεος του χρόνου και της εγκατάλειψης. Οπου δεν υπήρχε διάδοχη κατάσταση με νέους ανθρώπους ή υπήρχε πληθώρα «κληρονόμων» η λύση της πώλησης έδειχνε δελεαστική για να βελτιωθούν οι συνθήκες της κύριας κατοικίας στις Καλύβες ή να καλυφθούν άλλες ανάγκες της ζωής.

Ετσι το Χωριό βρέθηκε στα πρόθυρα της εγκατάλειψης και της δημιουργίας ευκαιριών για την απόκτηση μιας εξοχικής κατοικίας ιδιαίτερα μετά την ασφαλτόστρωση του δρόμου και τον εξηλεκτρισμό του οικισμού. Για τους κατοίκους των πόλεων με την δύσκολη και απαιτητική ζωή μερικές βδομάδες σε ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον ήταν ανάγκη αναζωογόνησης και έτσι όσοι βρέθηκαν έστω και επισκέπτες για μια φορά, άρπαξαν την ευκαιρία με αποτέλεσμα σιγά σιγά οι επισκέπτες να γίνονται ολοένα και περισσότεροι από τους ντόπιους που έτρεχαν στις παραλίες ψάχνοντας την λύση του οικονομικού τους προβλήματος στις τουριστικές δραστηριότητες .

Εζησα στο Χωριό τα παιδικά μου καλοκαίρια και αισθάνομαι ακόμα ότι εκεί πέρασα τα πιό καλά χρόνια της ζωής μου. Οι συνθήκες το έφεραν και το εγκατέλειψα ως κάτοικος πριν από πενήντα ολόκληρα χρόνια. Τα σπίτια της οικογένειας άλλαξαν ιδιοκτήτες είτε γιατί πουλήθηκαν εξ ανάγκης ή γιατί διανεμήθηκαν στα μέλη της οικογένειας. Για πολλά χρόνια ήμουν ιδιοκτήτης ενός μέρους της αρχικής οικογενειακής περιουσίας που δεν μπορούσε να κατοικηθεί αξιοπρεπώς χωρίς σοβαρές επενδύσεις. Ακόμα μου ανήκει ένα μέρος του αρχικού κήπου, κάτι λιγότερο από το μισό του αρχικού των παιδικών χρόνων σε κατάσταση προχωρημένης ζουγκλοποίησης αλλά το τμήμα του σπιτιού που μου ανήκε δεν έχει παρά ορισμένους ετοιμόρροπους τοίχους μετά την πυρκαγιά του  2016.

Δεν έφυγα πολύ μακριά από την Θάσο, στην Καβάλα ήμουν εδώ και τριανταπέντε χρόνια και στις Καλύβες ερχόμουν τακτικά μέχρι πριν από είκοσι χρόνιαόταν ζούσαν οι γονείς μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά από τότε που μπήκε συνιδιοκτήτης που αγόρασε το πάνω σπίτι, ένα μέρος του κάτω σπιτιού και τον μισό κήπο κάτι με έδιωχνε μακριά και δεν ήθελα ούτε να πλησιάσω, ούτε στον κάτω μαχαλά να κατεβώ. Ενοιωθα ξένος... και ήμουν ξένος. Ηταν και η αποκλειστική απασχόληση σε ότι έφτιαχνα, μια το ΤΕΙ στην Καβάλα, μια το ξενοδοχείο στο Λιμένα...  Δικαιολογίες θα μου πείτε, η πραγματικότητα της ζωής θα σας πώ. Οταν βρίσκεις ενδιαφέροντα πράγματα να κάνεις και σε γεμίζουν ξεχνάς το παρελθόν και αφοσιώνεσαι στο παρόν. Ομως αυτά που έζησες στην παιδική ηλικία, όταν είναι ευχάριστα και σε έχουν σημαδέψει αποφασιστικά, δύσκολα φεύγουν από μια άκρη του μυαλού σου και στην πρώτη ευκαιρία επανέρχονται στη σκέψη σου με αφορμή ακόμα και ασήμαντα πράγματα... μια φωτογραφία ή μια επίσκεψη στον τόπο «του εγκλήματος».

Η απομόνωση της καραντίνας του 2020 ήταν η αρχή και η αφορμή να σκαλίσω τα οικογενειακά αρχεία φωτογραφιών και στη συνέχεια η τύχη βουνό να πέσω στο αρχείο του θείου μου Δημητράκη Παπάνθιμου που με έβαλαν σε κίνηση να ψάχνω κάθε τι που θα μπορούσε να με οδηγήσει να επαναφέρω και να καταγράψω ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με το παρελθόν το δικό μου, της οικογένειάς μου και γενικότερα του χωριού μου και των ανθρώπων του. Εμαθα τα χούγια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να αυτοσχεδιάζω και να πλάθω ιστορίες μέσα από το οπτικό υλικό των φωτογραφιών και τις αναμνήσεις που σε κατακλύζουν όταν συνηθίζεις κάτι να κάνεις πάντα και ξαφνικά βρίσκεσαι χωρίς απασχόληση.

Στη συνέχεια τέσσερις χαρακτηριστικές φωτογραφίες από το αρχείο του Δημητράκη Παπάνθιμου, χαρακτηριστικές των τεσσάρων οικισμών που σήμερα καλύπτονται από το όνομα Πρίνος δηλαδή το Χωριό, οι Καλύβες, η Σκάλα και το Δασύλιο με το χαρακτηριστικό κτίριο της Βουλγαρικής κατοχής. Οπως όλες οι φωτογραφίες του αρχείου έτσι και αυτές έχουν ως κύριο θέμα πρόσωπα αλλά το φόντο τους δίνει μια καλή εικόνα του τόπου.

Τα καλογερικά της Σκάλας


Μπροστά στο Βουλγάρικο του Δασυλίου


Το Σελάδι από την ταράτσα του Συνεταιρισμού



 Το Καζαβίτι από τα Παλιαμπέλια

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο