Ο γείτονας... όπως εγώ τον γνώρισα... από μακριά

Η πρώτη φορά που άκουσα για τον Θωμά πρέπει να ήταν κάπου πενήντα χρόνια πριν. Εκείνον τον καιρό μάλλον θα τελείωνα το Πανεπιστήμιο και άκουσα ότι κυκλοφορούσε ένας γερμανός που αγόραζε σπίτια στο Καζαβίτι σχεδόν τζάμπα μια που πολλοί χωριανοί ήθελαν να ξεφορτωθούν τα χαλάσματα που δεν παρείχαν καμιά από τις σύγχρονες ανέσεις και χρειαζόταν πολλά χρήματα για να τα κάνουν κατοικήσιμα. Το χωριό της παιδικής μου ηλικίας είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί. Η στέγη του κάτω σπιτιού είχε βουλιάξει από τα πολλά χιόνια και ο πατέρας μου είχε αντικαταστήσει τις πλάκες με κεραμίδια αλλά το πάτωμα του μισού σπιτιού είχε σαπίσει και δεν ήταν προσβάσιμο.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 είχα επισκεφτεί και μείνει, νομίζω κάπου τον Αύγουστο του 78, για τρείς μέρες με τους γονείς μου στο πάνω σπίτι της Ευδοκίας που διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση. Ηταν η τελευταία φορά που έμεινα νύχτα στο Καζαβίτι. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς το σπίτι αυτό πουλήθηκε από την θεία μου στον Θωμά μέσω του Παναγιώτη Βεγίνα που είχε το καφενείο στην Πλατάνα, θα πρέπει να ήταν το 1980 ή κάπου εκεί γύρω. Δυστυχώς πουλήθηκε όχι μόνο το σπίτι αλλά και ένα μεγάλο μέρος του κήπου. Ηταν τόσο μεγάλη η ανάγκη για τα χρήματα οπότε το δίλλημα ή και ο κήπος ή τίποτα λειτούργησε εκβιαστικά και αποφασιστικά οπότε χάθηκε και ένα μεγάλο μέρος των παιδικών μου αναμνήσεων. Φυσικά στον πατέρα μου δεν ανήκε παρά μόνο ένα μικρό μέρος από το όλο σύμπλεγμα σπιτιών και κήπων οπότε λογικά δεν θα μπορούσα να κρατήσω το σύνολο παρά μόνο αν το αγόραζα. Την δεκαετία του 1980 η οικογένεια αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία των παππούδων μου και έτσι ένα μέρος του κάτω σπιτιού και ένα μέρος του κήπου πέρασε στα χέρια μου το 1983 ενώ ένα άλλο στα αδέλφια του πατέρα μου Τάσο και Φίλιππα. Εγώ έλειπα στην Πάτρα συνεχώς και μόνο στις διακοπές ερχόμουν στην Θάσο, οπότε το ενδιαφέρον μου ήταν περιορισμένο. Είχα στο μυαλό μου βέβαια να αποκτήσω όλα τα κομμάτια της οικογενειακής περιουσίας που ενδεχομένως θα έβγαιναν για πώληση, κάτι που εξέφρασα και στον θείο μου Φίλιππα ιδιαίτερα.

Στο μεταξύ έφτιαχνα σχέδια πως θα μπορούσα να ξαναφτιάξω το μέρος του κάτω σπιτιού που είχα στην ιδιοκτησία μου, κυρίως υψώνοντας την στέγη γιατί ήταν πολύ χαμηλοτάβανο, δεν είχε είσοδο ξεχωριστή, δεν είχε πάτωμα και ορισμένα ξύλα της στέγης άρχισαν να γέρνουν επικίνδυνα. Στο μεταξύ ο Θωμάς είχε φέρει στον κήπο μια ράτσα από κατσίκια από τις Σποράδες και τα είχε να καθαρίζουν όλη την έκταση από την οποία ένα μικρό μέρος του ανήκε αλλά ο πατέρας μου τον άφησε ελεύθερο να τα βόσκει μια και δεν πηγαίναμε εκεί. Πολλές φορές ο Θωμάς του ζήτησε να του πουλήσουμε το μερτικό μας στο σπίτι αλλά εγώ δεν ήθελα με τίποτα και έτσι τα σχέδιά του ναυάγησαν. Ετσι άρχισε να αγοράζει ότι μισογκρεμισμένο πουλιόταν σε κάθε σημείο του χωριού και μερικά άρχισε να τα επισκευάζει όπως εκείνο της θείας μου που χρησιμοποιούσε για να μένει. Όταν άκουσε ότι θέλουμε να φτιάξουμε το σπίτι και να αυξήσουμε το ύψος του, ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε ότι αν το κάνουμε θα καλέσει την αστυνομία να μας σταματήσει γιατί δεν επιτρέπεται να αλλάξουμε την μορφή του. Κάποια άλλη στιγμή μας έφερε μια πρόταση να φτιάξουμε στο σπίτι έναν ξενώνα συνεδριακό κέντρο και αυτός θα έφερνε ξένους της ίδιας νοοτροπίας με αυτόν για να μένουν και να συνεδριάζουν εκεί. Εγώ δεν είχα ούτε χρόνο αλλά ούτε και διάθεση για τέτοια σχέδια οπότε δεν τον ενθάρρυνα.

Η αλήθεια είναι ότι προσπαθούσε να κρατήσει το χωριό όσο μπορούσε στην παλιά του μορφή μόνο που δεν έβρισκε εύκολα υποστηρικτές που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν επενδύοντας στην ιδέα της αναπαλαίωσης. Ο ίδιος αρκετές φορές επισκεύασε χρησιμοποιώντας εργάτες με την παραδοσιακή τέχνη τόσο σπίτια μισογκρεμισμένα που αγόραζε όσο και καλντερίμια αλλά ήταν τόση η φθορά του χρόνου στο χωριό που δύσκολα θα μπορούσε να αποκατασταθεί χωρίς την βοήθεια του κράτους. Στο μεταξύ ο θείος μου ο Φίλιππας χωρίς να μου πεί οτιδήποτε του πούλησε το μερτικό του στον κήπο και την μισογκρεμισμένη μαγειριάρα του κάτω σπιτιού την οποία αυτός σκέπασε πρόχειρα με λαμαρίνες μεγαλώνοντας έτσι την πίεση να του πουλήσω και το δικό μου κομμάτι κάτι που φυσικά δεν έγινε.

Μια φορά θυμάμαι που επισκεφτήκαμε το δικό μας σπίτι μας κάλεσε να δούμε πως είναι το πάνω σπίτι το οποίο ήταν σχεδόν όπως το ξέραμε, δεν είχε αλλάξει τίποτα παρά τα είκοσι χρόνια που θα είχαν περάσει από τότε που το εγκαταλείψαμε. Η μόνη διαφορά ήταν ο υπνόσακος στον οποίο κοιμόταν αντί του μεταλλικού κρεβατιού. Για αρκετά χρόνια η πόρτα του κήπου μας ήταν κλεισμένη με σανίδια, το πιθανότερο γιατί η παλιά ξύλινη πόρτα θα είχε σαπίσει και η συκιά είχε καλύψει το κενό οπότε και απέφευγα να πηγαίνω εκεί μια που δεν μπορούσα να μπώ ούτε στο δικό μου μέρος του σπιτιού αφού δεν είχε ούτε πόρτα ούτε πάτωμα.

Κάπως έτσι κυλούσαν τα χρόνια, και οι δυό μεγαλώναμε, γείτονες μεν αλλά από μακριά. Σε μια από τις τελευταίες επισκέψεις κάποιο καλοκαίρι τον συνάντησα και δεν μου φάνηκε να είναι καλά και όταν τον ρώτησα γιατί δεν πάει να μείνει στην Γερμανία κοντά στα παιδιά του μου απάντησε ότι εδώ είναι πολύ καλύτερα μέσα στην φύση. Ζούσε παρέα με τις γάτες του που είχαν γίνει ολόκληρο κοπάδι και τις τάϊζε με τον κουβά στο υπόγειο του παλιού σπιτιού του Γιάντσιου. Για ένα διάστημα νοίκιαζε δυό σπίτια που είχε επισκευάσει στα ψηλά του Καζαβιτιού αλλά τελευταία δεν νομίζω ότι μπορούσε να ανεβοκατεβαίνει. Η φωτιά του 1989 είχε σταματήσει στον κήπο αφού είχε κάψει το μεγάλο πεύκο αλλά η φωτιά του 2016 έκαψε το κάτω σπίτι και έμειναν μόνο οι τοίχοι ενώ χάθηκαν, όπως μου είπε πολλές μπομπίνες ταινιών που είχε αποθηκευμένες στο υπόγειο. Κάηκαν και τα σπίτια του Μανώλα που είχε αγοράσει στα Σιμενίτικα με την εκπληκτική θέα.

Περίμενε ότι θα ξαναφτιάξουμε το καμένο σπίτι και έβαλε μουσαμάδες για να προφυλάξει τα όρθια ντουβάρια αλλά δεν νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Το 2017 το καλοκαίρι που τον είδα δεν φαινόταν να είναι καλά αλλά ήταν εκεί και ρωτούσε ακόμα αν θα ξαναφτιάξουμε το σπίτι. Τον Μάρτη του 2019 που πήγα με τον τοπογράφο για να εντοπίσω τα όρια του κτήματος τον ξαναβρήκα φύλακα της περιοχής αλλά ούτε να μιλήσει καλά μπορούσε ούτε να ελέγξει τα χέρια του, μπορούσε όμως να ταϊσει τις γάτες του και φαίνεται ότι αυτό ήταν αρκετό. Η τελευταία φορά ήταν στα τέλη Αυγούστου του 2020 όταν προσπάθησα να ανεβώ με αυτοκίνητο στον Αϊ Γιάννη και όταν δεν μπόρεσα λόγω του δρόμου κατέβηκα να ρίξω μια ματιά στην γειτονιά μου, άκουσε θόρυβο και βγήκε, αλλά  τον βρήκα σε μαύρο χάλι να μην μπορεί ούτε να μιλήσει. Με το ζόρι ανταλλάξαμε δυό κουβέντες αλλά με γνώρισε, με ρώτησε αν θα φτιάξω το σπίτι και πήγε να ταϊσει τις γάτες του.

Ας είναι καλά, εκεί που πήγε, έζησε τα τελευταία χρόνια του ευχαριστημένος παρέα με τις γάτες του μέσα στην φύση του χωριού μας, φύλακας ακοίμητος του κάτω μαχαλά και τώρα πλέον της Πλατάνας.


 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ο γάμος της Λίνας

Μια όψη της φοιτητικής ζωής στην Πάτρα του 1969-70

Η Βάλτα του Πρίνου με τον φακό του Δημητράκη Παπάνθιμου

Η οικογένεια του προ-παππού μου Ιωάννη Παπανθίμου