Πασχαλιάτικες Γυμνασιακές Διακοπές

Από τα δώδεκα που άρχισα να λείπω από το χωριό, οι διακοπές των γιορτών και του καλοκαιριού ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ξεκούραση αλλά και επιστροφή στην θαλπωρή της οικογένειας και των αγαπημένων τόπων και τοπίων.

Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές σπάνια ήταν διακοπές ξεκούρασης γιατί πάντα ήταν δεμένες και αξεχώριστες από τον αγώνα και την αγωνία της ελαιοσυλλογής, οπότε εκτός από την οικογενειακή επανένωση, ο συνήθως άσχημος καιρός, το κρύο σπίτι και η καθημερινή δουλειά δεν έκαναν την διαμονή ιδιαίτερα ευχάριστη.

Οι διακοπές του Πάσχα όμως μαζί με τις πολλές γιορτές , ο ανοιξιάτικος καιρός και η σχετικά καλή θερμοκρασία, η απουσία υποχρεωτικής και απαιτητικής εργασίας στο ύπαιθρο, η παρουσία όλων σχεδόν των συγγενών που επέστρεφαν να γιορτάσουν την Ανάσταση και τις συχνά συνεπακόλουθες γιορτές και πανηγύρια του Αϊ Γιώργη και της Πρωτομαγιάς ήταν άλλο πράγμα.

Ετσι, το Σάββατο του Λαζάρου, το φέρρυ μπώτ έβγαζε στην Σκάλα ένα σωρό μαθητές και φοιτητές που παίρνοντας το λεωφορείο ανέβαιναν στον Πρίνο. Ενας από αυτούς ήμουν και εγώ που έφτανα στο πατρικό σπίτι γεμάτος ανάμικτα συναισθήματα, ανάλογα πολλές φορές των βαθμών που κουβαλούσε ο έλεγχος που παίρναμε πριν τις διακοπές. Μπορεί να ήμουν σφιγμένος κάποιες φορές, ιδιαίτερα στις μικρές τάξεις που δεν ήμουν αντάξιος των προσδοκιών του πατέρα μου, αλλά ποτέ δεν θυμάμαι να άκουσα το παραμικρό υποτιμητικό σχόλιο παρά μόνο προτροπές για να γίνω καλύτερος στο μέλλον. Φυσικά η αγκαλιά της μάνας μου που ήταν ορθάνοιχτη και το χαμόγελο του πατέρα μου έδιωχναν τους φόβους μου για την υποδοχή μου στους κόλπους της οικογένειας. Εγώ βέβαια αισθανόμουν μέσα μου στα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου ότι δεν ανταποκρινόμουν στις προσδοκίες τους άσχετα με το ότι ποτέ δεν μου το έδειχναν.

Η μεγάλη βδομάδα για τον πατέρα μου ήταν τουλάχιστον για τις πρώτες τρείς τέσσερις μέρες με πλήρη και κανονική εργασία αφιερωμένη στο κλάδεμα  των λιόδεντρων και καμιά φορά τον ακολουθούσα ως βοηθός για το κάψιμο των κλαδιών αλλά να κλαδεύω δεν μου έμαθε γιατί δεν με προόριζε για διάδοχό του. Πάντα όμως η δουλειά κρατούσε ως το μεσημέρι και πάντα επιστρέφαμε για μεσημεριανό φαγητό στο σπίτι με προεξάρχουσα της εξαιρετική ομελέτα με ντόπια αυγά και ψιλοκομμένες πατάτες που ήταν το αγαπημένο μου φαγητό.

Τόσο εγώ όσο και ο πατέρας μου δεν ήμασταν εκκλησιαστικοί τύποι και σπάνια ακολουθούσα την θεία μου Αννα που ήταν τακτική στις μεγαλοβδομαδιάτικες ακολουθίες. Η μάνα μου ήταν πάντα πολύ απασχολημένη με την καθημερινή φροντίδα όλων μας και μόνο προς τα τέλη της εβδομάδας πήγαινε στην εκκλησία. Εγώ προσπαθούσα όσο μπορούσα να επανασυνδεθώ με τις παρέες του Δημοτικού Σχολείου αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο πιο δύσκολο ήταν. Συνήθως η αυλή του Δημοτικού Σχολείου και οι παρακείμενοι χώροι ήταν τα λημέρια για τις απογευματινές βόλτες αλλά νωρίς νωρίς βρισκόμασταν έξω από την εκκλησία όπου μπαινοβγαίναμε ανάλογα με την περίπτωση.

Κατά την Μεγάλη Πέμπτη ή την Μεγάλη Παρασκευή συνήθως κατέφθαναν οι θείες μου Αλεξάνδρα και Ευδοκία από την Καβάλα και τις πιο πολλές φορές μαζί τους και ο ξάδερφός μου ο Ηλίας. Το σπίτι γέμιζε κόσμο και όλα τα διαθέσιμα κρεβάτια γέμιζαν ασφυκτικά με την μάνα μου να βρίσκεται μονίμως στην κουζίνα για να ετοιμάσει πρωϊνό και φαγητό μεσημέρι και βράδυ. Θυμάμαι ότι ποτέ οι θείες μου δεν ερχόταν με άδεια χέρια και συνήθως έφερναν πράγματα που δεν υπήρχαν στο χωριό όπου δεν υπήρχε ρεύμα ως το 1966 και επομένως ούτε και ψυγείο ή φούρνος αλλά μασίνα με ξύλα ή σόμπα πετρελαίου στο δωμάτιο της θείας Αννας και της γιαγιάς. Το κοτόπουλο ήταν λιχουδιά και τα γλυκά ζαχαροπλαστείου, ο αρακάς, τα φασολάκια κατέφθαναν μόνο στις γιορτές.  Μαζί με τις θείες μου κατέφθαναν και άλλοι συγγενείς, συνήθως ξαδέρφια, θείες και θείοι οπότε και οι ανταλλαγές επισκέψεων ήταν  απαραίτητες. Συχνά συνόδευα τις θείες μου γυρνώντας όλα τα συγγενικά σπίτια.

Στην εκκλησία θυμάμαι συνήθως να πηγαίνω για το Ευχέλαιο, στην περιφορά του Επιταφίου και λίγο πριν από την Ανάσταση, συνήθως απ’ έξω. Οι θείες μου Αννα και Ευδοκία ήταν πολύ πιό τακτικές και θυμάμαι ότι ξενυχτούσαν την Μεγάλη Πέμπτη και την Ανάσταση. Οι υπόλοιποι είτε είχαν δουλειές όπως η μάνα μου ή δεν ήταν εκκλησιαστικοί τύποι όπως ο πατέρας μου. Εγώ σαν παιδί ακολουθούσα πότε τις συνήθειες των μεν πότε των δε αλλά προτιμούσα τα παιχνίδια και όποτε πήγαινα στην εκκλησία συνήθως τον περισσότερο χρόνο ήμουν με άλλους απέξω.

Το πασχαλιάτικο τραπέζι ήταν πάντα συγκεκριμένο. Κατσικάκι γεμιστό στο φούρνο με πατάτες. Τα πρώτα χρόνια, όταν είχαμε κατσίκες και γεννούσαν αργά το φθινόπωρο, το κατσικάκι ήταν δικό μας, απλά έπρεπε ο χασάπης να το σφάξει, να το γδάρει και να το ετοιμάσει παίρνοντας συνήθως το τομάρι για αμοιβή. Αργότερα το παράγγελνε ο πατέρας μου στον χασάπη και το αγοράζαμε. Σε κάθε περίπτωση όμως η μάνα μου ήταν η μαγείρισσα και όταν έπρεπε να ετοιμάσει και μαγειρίτσα τα πράγματα ήταν δύσκολα και ψόφαγε στη δουλειά. Ο κήπος και ο κλήρος φρόντιζαν για τα μυρωδικά της γέμισης ενώ τα εντόσθια μοιραζόταν ανάμεσα στην γέμιση ψιλοκομμένα και την αφεντιά μου ψητά ή τηγανητά  για να δυναμώσω. Οι πατάτες σπάνια ήταν δικές μας γιατί η παραγωγή μας, όταν υπήρχε, δεν έφταναν ως το Πάσχα. Θυμάμαι ότι η μάνα μου έπεφτε τελευταία για ύπνο και ξυπνούσε πρώτη για να γεμίσει το κατσικάκι και να κόψει τις πατάτες ενώ ο πατέρας μου αναλάμβανε να το πάει στον φούρνο, τα πρώτα χρόνια του Βουλτσίδη και μετά του Σταματιάδη. Ανάλογα με τον χρόνο παράδοσης του ταψιού το πρωϊ ήταν και ο χρόνος παράδοσης του ψημένου κατσικιού νωρίς ή αργά το μεσημέρι γιατί ο φούρνος είχε δυό φουρνιές μόνο και όποιος προλάβει. Πάντα τρώγαμε νωρίς σχετικά το μεσημέρι γιατί το ταψί μας ήταν από τα πρώτα αν όχι το πρώτο.

Το τραπέζι που είχαμε στην κουζίνα με τις τέσσερις καρέκλες ποτέ δεν έφτανε για το πασχαλινό γεύμα οπότε έμπαινε και δεύτερο στη σειρά μια και ο πληθυσμός διπλασιαζόταν συνήθως με ότι καρέκλες βρίσκονταν από παντού αλλά και το κρεβάτι της κουζίνας. Το γεμιστό κατσικάκι, καλοψημένο στο φούρνο ήταν τόσο νόστιμο που ποτέ δεν μου έφτανε μια μερίδα και το πιάτο ξαναγέμιζε ενώ η ιδιαίτερη προτίμηση ήταν οι πέτσες με το σχετικό λίπος που με απογείωναν. Ο γόμος με τα μυρωδικά και τα ψιλοκομένα συκωτάκια εξαφανιζόταν στο πί και φί . Η πράσινη μαρουλοσαλάτα έσπαγε την κρεατίλα και έδινε μια νότα δροσιάς στο φαγητό αλλά εκείνο που μας ξετρέλαινε τελείως ήταν το σπιτικό σαραγλί που άρεσε ιδιαίτερα στη θεία Αλεξάνδρα και η μάνα μου φρόντιζε να υπάρχει σε αρκετή ποσότητα. Το γεύμα συνοδευόταν είτε από ρετσίνα μαλαματίνα ή από ντόπιο κρασί του Μαυρομάτη αν και δεν τα συνηθίζαμε ιδιαίτερα λόγω των προβλημάτων υγείας και της δίαιτας του πατέρα μου. Δεν μου άρεσε το κατσικίσιο τυρί που υπήρχε σε αφθονία όταν είχαμε κατσίκες αλλά και από τον τσομπάνη όταν δεν είχαμε, οπότε δεν το πλησίαζα ακόμα και να υπήρχε στο τραπέζι. Σκασμένοι από το φαγητό πέφταμε δεξιά και αριστερά για κανέναν πρόχειρο υπνάκο, μόνο η μάνα μου δεν είχε χρόνο για τέτοια μια που είχε να πλύνει ένα βουνό πιάτα και να τακτοποιήσει το υπόλοιπο κατσικάκι που έμεινε για την επόμενη φορά, αλλά πάντα είχε βοηθό μια από τις θείες μου που έβαζαν ένα χέρι βοήθειας στο πλύσιμο.

Το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στις επισκέψεις σε συγγενείς για τα χρόνια πολλά, θυμάμαι πάντα τις επισκέψεις στους θείους μου Γιάννη Παπάνθιμο, Νίκο Χατζηραβδέλη, και Ζαρίφη Βογιατζή με τη συνοδεία της θείας μου, στη γιαγιά μου Μαρία και τις θείες μου Χρυσούλα και Σωτηρία πάντα με τη συνοδεία της μάνας μου. Το βράδυ ψόφιος για ύπνο νωρίς νωρίς γιατί την άλλη μέρα συνήθως γιόρταζα όποτε το Πάσχα έπεφτε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου κάτι που ήταν αρκετά συχνό.

Ανήμερα της γιορτής μου λοιπόν όλοι ετοιμαζόμασταν για το πανηγύρι του Αϊ Γιώργη, στην Παραχώρα. Συνήθως ο καιρός ήταν καλός αλλά η μεταφορά ήταν πάντα πρόβλημα και η παρέα ήταν μεγάλη οπότε δεν θυμάμαι πως ακριβώς ανεβαίναμε, συνήθως ποδαρόδρομο, καβάλα στον γάϊδαρο σπάνια, πιο συχνά σε καμιά καρότσα, σε κανένα φορτηγό, ιδίως στην Λουλούκα, και στον κατήφορο ο ποδαρόδρομος ήταν ο πιο συνηθισμένος. Τα πράγματα και τα φαγητά για το γιορτινό τραπέζι ήταν φορτωμένα στο γάϊδαρο που σιγά σιγά ανέβαινε τον ανήφορο που ήταν τότε πάντα χωματόδρομος φυσικά αλλά καλοδιατηρημένος και επισκευασμένος μετά τις βροχές του χειμώνα και της άνοιξης. Εγώ φορώντας τα καλά μου αισθανόμουν κάπως αλλά στην εκκλησία πάντα είχε πολύ κόσμο και δεν έμπαινα μέσα παρά περίμενα στον αυλόγυρο. Θυμάμαι ότι πάντα υπήρχε κουλμπάνι στα καζάνια, συνήθως γίδα ή προβατίνα, κοκκινιστή με πατάτες ή ρύζι ή κριθαράκι. Επίσης πάντα υπήρχε λαχειοφόρος αγορά με λαχνούς για την ενίσχυση της εκκλησίας και έπαθλο ένα κατσίκι ή αρνάκι ζωντανό φυσικά, το οποίο ποτέ δεν μας έτυχε παρά το ότι παίρναμε αρκετούς λαχνούς.

Μετά την εκκλησία κάναμε την καθιερωμένη βόλτα στα Παλιαμπέλια για να θαυμάσουμε το υπέροχο τοπίο και να αγναντέψουμε το σπίτι μας τελευταίο στον κάτω μαχαλά πνιγμένο στο πράσινο της φουντωμένης άνοιξης. Τα δύο καφενεία έστεκαν ερημωμένα και μισογκρεμισμένα και αναπολούσαν τις παλιές δόξες όταν οι νεανικές παρέες και των δυό Καζαβητιών συναντιόταν εκεί για το κλασσικό νυφοπάζαρο κάποιες δεκαετίες παλιότερα. Σπάνια ξεμυτίζαμε κατά τον κάτω μαχαλά από το μονοπάτι πάνω από το κτήμα του Σταυρόπουλου (ή Μπόζια όπως θυμάμαι να το αναφέρουν) για να δούμε την κατάσταση των σπιτιών μετά τον χειμώνα. Γρήγορα όμως επιστρέφαμε για το γιορτινό τραπέζι κάτω από τα ψηλά πουρνάρια, μεγάλες παρέες συνήθως από φίλους, γείτονες και συγγενείς.

Συνήθως δύο ήταν οι πηγές των τροφίμων του τραπεζιού, τα απομεινάρια του πασχαλιάτικου κατσικιού και το κουλμπάνι. Το τραπέζι φυσικά στρωνόταν στρωματσάδα, με τραπεζομάντηλο πάνω σε κιλίμια και το έδαφος σπάνια ήταν τελείως επίπεδο, συνήθως ανώμαλο, ακατάλληλο για ποτήρια ή ρηχά πιάτα, οπότε κυριαρχούσαν τα συφερτάσια, τα βαθιά τσίγκινα πιάτα και ήταν βασικά πρόχειρο αλλά ωραίο, μέσα στις ευωδιές της φύσης. Τα πλαστικά σκεύη και τα ταπεράκια μόλις είχαν αρχίσει να καθιερώνονται για τέτοιες περιστάσεις αλλά τα σκεύη μιάς χρήσης ήταν ακόμα άγνωστα. Το νερό μεταφέρονταν με το λαγηνάκι από τη βρύση του χωριού πάνω από την εκκλησία ενώ το κρασί του Μαυρομάτη ήταν πολύ συνηθισμένο σε τραμιτζάνες αλλά βαρούσε άσχημα αν ξεπερνούσες τα όρια και η μέθη, η ζάλη και τα συνακόλουθα έπλητταν τους υπερβολικά εύθυμους σαν τον ξάδερφό μου τον Ηλία. Κατά κανόνα η λατέρνα του Τσακίρη εξασφάλιζε την απαραίτητη μουσική επένδυση αλλά μερικές φορές και η ορχήστρα του χωριού με κλαρίνα, βιολιά, μπουζούκι, κιθάρα και ακορντεόν ήταν παρούσα. Ετσι με την βοήθεια του κόκκινου κρασιού, του ντόπιου ούζου και της καλής διάθεσης ο χορός και τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν μέχρι αργά το απόγευμα.

Μετά το μεσημεριανό τραπέζι, πάλι μια βόλτα για χώνεψη και νωρίς το απόγευμα ποδαράτη συνήθως επιστροφή στις Καλύβες γιατί είχαμε και την γιορτή μου. Όλα στην πλάτη της κακομοίρας της μάνας μου που έπρεπε όλα να τα προλάβει. Ετσι το σπίτι νωρίς το βράδυ έπρεπε να είναι έτοιμο να δεχθεί τις επισκέψεις γειτόνων και συγγενών που δεν είχαν εορτάζοντες και ευτυχώς οι Γιώργηδες και οι Γεωργίες ήταν αρκετοί με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μεγάλο φορτίο. Τα γλυκά, εκτός από το σοκολατάκι και το σπιτικό γλυκό του κουταλιού τα έφερνε πάντα η θεία Αλεξάνδρα από την Καβάλα. Κάπως έτσι περνούσε και η δεύτερη μέρα του Πάσχα και στην συνέχεια κάπως ηρεμούσαν τα πράγματα.

Όταν το Πάσχα ήταν αργά τον Απρίλιο μας προλάβαινε και η Πρωτομαγιά στο χωριό. Τον Μάη τον πιάναμε στο Δασύλλιο του Πρίνου όπου παλιότερα υπήρχε και μεταφερόμενο καφενείο αλλά στα χρόνια μου δεν το θυμήθηκα. Πολύ αμυδρά θυμάμαι το κτίριο από την Βουλγαρική κατοχή να στέκεται καμένο και ερειπωμένο γύρω από το οποίο στρωνόταν τα γιορτινά τραπέζια καταγής, πιο φτωχικά όμως από τα πασχαλιάτικα γιατί ούτε περισσεύματα ούτε κουλμπάνια υπήρχαν. Οι παρέες όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν, τα λουλούδια να μαζεύονται και να πλέκονται μαγιάτικα στεφάνια, και πού και πού κανένα μπουζούκι ή κιθάρα να δημιουργούν συνθήκες ευθυμίας και επίδειξης χορευτικών ικανοτήτων. Η μεταφορά πάλι με τους ίδιους τρόπους μόνο που εδώ υπήρχαν και τα κάρα με τα βόδια και σκαρφαλώναμε στον ανεβασμό όταν βρίσκαμε μέρος.  

Με αυτά και με άλλα ο καιρός περνούσε και η μέρα επιστροφής στα μαθητικά καθήκοντα πλησίαζε χωρίς να το καταλάβω. Κανά δυό μέρες πριν έρθει θυμόμουν και τα μαθήματα και έπιανα βαριεστημένα τα βιβλία και τα τετράδια για να ετοιμάσω τις εργασίες για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Το διάλειμμα και οι διακοπές έφταναν γρήγορα στο τέλος τους και η επιστροφή στην Καβάλα συνήθως την Κυριακή του Θωμά ή το Σάββατο πριν απ’ αυτή ήταν μεγάλη απογοήτευση. Πρωϊνό ξύπνημα, λεωφορείο για τη Σκάλα και μετά …επιστροφή στα γνωστά λημέρια της πόλης.

Στο πανηγύρι του Αϊ Γιώργη με τους γονείς μου, τις θείες μου Αλεξάνδρα και Ευδοκία και τον Ηλία.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο