Τα μποστάνια του πατέρα μου


Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ο πατέρας μου αποφάσισε να βάλει μποστάνι για πρώτη φορά αλλά σίγουρα δεν το έκανε όταν ήμουν πολύ μικρός. Συνήθως είχαμε άφθονα καλοκαιρινά φρούτα στο Καζαβήτι που ξεκινούσαν από τις δαμασκηνιές με τις αποστολιάτικες γαδούρες, τις δαμασκηνιές με τα κίτρινα δαμάσκηνα, τις καπασιές με τα άσπρα μούρα και τις σκαμνιές με τα μαύρα σκάμνα, τις ροδακινιές με τα μικρά αλλά πεντανόστιμα ροδάκινα,  τις συκιές με διάφορες ποικιλίες, την καϊσιά με τα πρώϊμα καϊσια μόλις καταφθάναμε από τις Καλύβες και τα σταφύλια του κουκδιού αλλά και τις όψιμες αγρίδες στο κρεβατό για τον Οκτώβριο. Πολύ αμυδρά θυμάμαι ότι είχαμε και αμπέλι με μαύρα σταφύλια κάπου προς το Κάπουνο αλλά πρέπει να ήμουν πολύ μικρός όταν το εγκαταλείψαμε και δεν θυμάμαι που ακριβώς ήταν. Για τον χειμώνα είχαμε μια μηλιά που την μαζεύαμε αργά τον Οκτώβριο αλλά συνήθως αγοράζαμε μήλα από ντόπιους παραγωγούς (τον Μπόζια ή τον Χατζηγιώργη) ή αραιά και πού και πορτοκάλια από τον μπακάλη.

Το πρώτο μποστάνι μπήκε στο χωράφι της Καπασιάς στην Βάλτα που ήταν αμμώδες αλλά πολύ συχνά πλημύριζε τον χειμώνα. Ο πατέρας μου βρήκε και αγόρασε ένα ιδιαίτερο για την εποχή σπόρο που έφτιαχνε μακρόστενα καρπούζια, τα τότε λεγόμενα Αμερικάνικα, με λεπτή φλούδα και μικρά κουκούτσια που ήταν πεντανόστιμα. Είναι μάλλον σαν αυτά που βρίσκουμε σήμερα παντού και έχουν εκτοπίσει τις τότε επικρατούσες ποικιλίες με τα στρόγγυλα και σκουρόχρωμα καρπούζια. Την πρώτη χρονιά η παραγωγή ήταν μεγάλη, έριξε και μια καλή βροχή στην ώρα της, δεν προλαβαίναμε να κόβουμε και να κουβαλάμε τα καρπούζια με τα τσουβάλια. Από τότε έγινα φανατικός οπαδός του δροσερού αυτού φρούτου και έτρωγα όσο χωρούσε το στομάχι μου. Νομίζω ότι τα πρώτα χρόνια της παραγωγής δεν είχαμε ρεύμα και το καρπούζι έπρεπε να φαγωθεί σε μια μέρα και σίγουρα δεν ήταν τόσο κρύο και δροσερό όπως τα σημερινά. Στο δροσερό Καζαβήτι κρατούσε λίγο περισσότερο και το βάζαμε να κρυώσει στο πάντα ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας ενώ κρατιόταν πάντα δροσερά στην μαγειριάρα όπου τα αποθηκεύαμε όταν τα ανεβάζαμε με τα τσουβάλια φορτωμένα στον Σκαμπαβία.

Η δεύτερη χρονιά δεν ήταν τόσο αποδοτική, δεν έβρεξε καλά όταν χρειαζόταν, όσο η πρώτη και έτσι τρίτη φορά δεν δοκίμασε να βάλει εκεί ο πατέρας μου γιατί θεώρησε ότι το έδαφος εξαντλήθηκε. Νομίζω ότι δοκίμασε να βάλει τριφύλλι στη συνέχεια αλλά εγώ δεν θυμάμαι άλλη επίσκεψη καλοκαιριάτικα στην περιοχή που τώρα δεν μπορώ καθόλου να προσανατολιστώ που βρίσκεται γιατί η τεράστια καπασιά με το δεντρόσπιτο φυλάκιο του αγροφύλακα χάθηκε σε κάποιον δυνατό αέρα. Ακολούθησε πολύ αργότερα ο αναδασμός της Βάλτας που μας έδωσε ένα κομμάτι πιο ψηλά στο ανάχωμα του κάθετου στην θάλασσα καναλιού όπου καταλήγει ο λάκος που βγαίνει στο γήπεδο και το έχω δεί μόνο στο χάρτη και το κτηματολόγιο.

Μια και γίναμε καρπουζάδες στην οικογένεια, όταν εγκαταλείψαμε τις καλοκαιρινές διακοπές στο Καζαβήτι, ο πατέρας μου δοκίμασε να βάλει μποστάνι σε μια ανοιχτωσιά του Κλήρου, εκεί που έκανε κήπο, είχε φυτέψει μηλιές και ροδακινιές αλλά και αμπέλι. Είχε ανοίξει και μια γεώτρηση με μικρή σωλήνα αλλά ρεύμα δεν πήρε ποτέ από την ΔΕΗ γιατί πριν από αυτόν υπήρχαν κοντά άλλες γεωτρήσεις από πιο επιτήδειους στην περιοχή και το νερό είχε αρχίσει να γίνεται υφάλμυρο. Ετσι παιδευόταν με ένα βενζινοκίνητο μηχανάκι που κινούσε μια παλιά αντλία και πότιζε τον κήπο μια φορά τη βδομάδα. Τα χωριάτικα καλοκαιρινά φρούτα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην θέση τους αλλά εμείς δεν είμαστε εκεί για να τα απολαύσουμε και συνήθως σπάνια τα προλαβαίναμε όταν που και πού ανεβαίναμε. Ετσι τα καρπούζια έγιναν το κύριο καλοκαιρινό και απαραίτητο φρούτο.

Οσο ακόμα ήμουν φοιτητής και περνούσα ολόκληρα τα καλοκαίρια στη Θάσο, ο κλήρος ήταν φραγμένος όπως και το μέρος που χρησιμοποιούνταν σαν κήπος. Δεν ανεβαίναμε στο Καζαβήτι και ο χωριάτικος κήπος είχε εγκαταλειφθεί και αντικαταστάθηκε από τον καμπίσιο αλλά με καθόλου την ίδια επιτυχία. Λόγω του κλίματος και κυρίως της ζέστης που είχε η περιοχή αλλά και της απουσίας υψομέτρου όπου τον χειμώνα η παγωνιά του σκότωνε όλα τα επιβλαβή έντομα και ζωϊφια με αποτέλεσμα όπως έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, για να φάς πρέπει να είσαι με την ψεκαστήρα στα χέρια.

Για πολλά χρόνια λοιπόν ο πατέρας μου δοκίμαζε την τύχη του στο χωραφάκι του κλήρου αλλά σαν τα καρπούζια της Καπασιάς δεν ξαναφάγαμε. Ούτε σε ποσότητα ούτε σε ποιότητα. Όταν μετά την αποφοίτησή μου από το Πανεπιστήμιο έπαψα να περνάω μεγάλο διάστημα στην Θάσο, λιγόστεψε και ο κήπος, οι ρίζες των καρπουζιών και των πεπονιών, τα κλήματα άρχισαν να ξεραίνονται όπως και τα οπωροφόρα. Για ένα διάστημα, αφού ο πατέρας μου αγόρασε το ΜΕΒΕΑ και απέκτησε μέσο μετακίνησης και μεταφοράς, ξαναζωντάνεψαν τα σπαρτά. Σιγά σιγά οι γονείς μου άρχισαν να μεγαλώνουν και να κουράζονται, το μηχανάκι σαραβάλιασε και δύσκολα έβγαζε νερό, πλάκωσαν και οι αρρώστειες, έτσι κάποια στιγμή, όταν επιστρέψαμε μετά από δέκα χρόνια ο κήπος δύσκολα μπορούσε να συντηρηθεί και οι επισκέψεις στον μπακάλη και την Λαϊκή του Πρίνου έγιναν πιο τακτικές.

 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο