Ο Κλήρος...

Κλήρος...

Μικρός πολύ θυμάμαι ότι άκουγα την λέξη αυτή στο σπίτι και δεν καταλάβαινα τι είναι. Κάποια στιγμή θα ήμουν στο Δημοτικό με βάλανε καβάλα στον Σκαμπαβία, στα καπούλια φυσικά, και με πήρανε και μένα να τον γνωρίσω. Αφελής όπως ήμουνα και άβγαλτος νόμισα ότι έτσι έλεγαν το μέρος εκείνο αλλά μου είπαν ότι λέγεται Αϊ Θέκλη (Αγία Θέκλα στο επίσημο). Μπερδεύτηκα…

Όταν άρχισα να μεγαλώνω και να καταλαβαίνω έπεσα σε νέα άγνωστη λέξη : αναδασμός…. Τι είναι πάλι αυτό; Ετσι έμαθα ότι τα δέντρα του Κλήρου δεν ήταν αυτά που είχαν ο παππούς και η γιαγιά αλλά αυτά που πήραν με τον αναδασμό. Μεγάλη υπόθεση για την εποχή εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Κατά κανόνα οι Θασίτες δύσκολα δεχόταν να αποχωριστούν τα πατρογονικά σκόρπια σε ολόκληρο τον κάμπο λιόδεντρα που προέκυψαν από τις γονικές διανομές στα πολλά παιδιά, ένα εδώ, δυό εκεί, τρία παραπέρα που έστεκαν συνήθως ακαλλιέργητα, ακλάδευτα, απότιστα, πνιγμένα στα κοτσίνια και τις λιγαριές, άλλα στις βραχώδεις και άγονες πλαγιές συνήθως μπολιασμένες αγριελιές και άλλα σπαρμένα στον κάμπο σε σειρές από πολύ παλιά. Ο φόβος ένας και μοναδικός… μην τους κλέψουν στην ανταλλαγή. Πολλά τα προβλήματα στην καλλιέργεια και τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του λαδιού πολύ κακές. Σπάνιες οι καλές χρονιές, συνηθισμένες οι ασθένειες, τα μαυροπούλια, οι αέρηδες και φυσικά… οι κλοπές με αποτέλεσμα φτώχεια καταραμένη.

Ο αναδασμός λοιπόν του 1956, αν δεν κάνω λάθος, μάζεψε τα λιόδεντρα του απέραντου κάμπου όλα μαζί και από σκόρπια δέντρα έγιναν κτήματα. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο Kλήρος δεν ήταν ένα κτήμα αλλά …τέσσερα! Απλά ήταν όλα μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Άλλο κομμάτι ο παππούς, άλλο η γιαγιά, άλλο η θεία Ευδοκία και άλλο ο πατέρας μου. Στην αρχή τα έβλεπα ένα γιατί όλα τα μάζευε ο πατέρας μου αλλά στην πραγματικότητα υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες… οι θείες μου Αννα, Αλεξάνδρα και Ευδοκία και ο πατέρας μου με τον αδελφό του Τάσο ο οποίος όσο έμενε στα Λιμενάρια ερχόταν και μάζευε τα δικά του ενώ ο πατέρας μου τα υπόλοιπα. Ο θείος Φίλιππας δεν είχε μερτικό εκεί γιατί το πήρε σε άλλη περιοχή.

Ετσι ο πατέρας μου βρέθηκε να καλλιεργεί τα δέντρα της οικογένειας και να προσπαθεί με αυτά να ζήσει την οικογένειά του γιατί άλλα εισοδήματα δεν είχε και αν περίμενε να ζήσει μόνο από τα ελάχιστα δικά του και τα ακόμα λιγότερα της μάνας μου σίγουρα θα ακολουθούσε τον δρόμο της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης όπως και τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Φυσικά δεν ήταν μόνο ο Κλήρος αλλά και άλλα σκόρπια ή μαζεμένα χωράφια και κτήματα, δικά του ή της οικογένειας χωρίς όμως ιδιαίτερη αξία εκτός του μεγάλου περιβολιού της θείας μου Ευδοκίας εκεί που είναι σήμερα η ταβέρνα του Συρόπουλου ο οποίος και το αγόρασε.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου από πίσω τα πρώτα χρόνια του Κλήρου καθάρισαν όλα κοτσίνια, τις λιγαριές και τις απαλιοριές για να μπορούν να κινούνται στο κτήμα που ήταν πάνω στον χωματόδρομο που πήγαινε από τις Καλύβες στην Σκάλα και αργότερα διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε αλλά και υπερυψώθηκε, ενώ στην μέση περίπου του κτήματος έγινε γέφυρα με τσιμέντο για να φεύγουν τα νερά του Φαρμακά όταν έβρεχε πολύ και πλημύριζε, ιδιαίτερα μετά από φωτιές. Το κτήμα περιφράχτηκε και οι κατσίκες μας είχαν άφθονο χώρο για να βοσκήσουν και πολλές φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να τις ανεβάζει το βράδυ στις Καλύβες για άρμεγμα δεμένες πίσω από τον Σκαμπαβία και εμένα καβάλα στο σαμάρι. Όταν πλημύριζε ο Φαρμακάς η περίφραξη χανόταν σε ορισμένα σημεία και έπρεπε να ξαναφτιαχτεί αλλά η πλημύρα ήταν σχεδόν πάντα ευεργετική όταν ερχόταν μετά το μάζεμα των ελιών.

Κάπου στα 1963 ο πατέρας μου έφτιαξε μια πέτρινη καλύβα με κεραμίδια, τσιμεντένιο πάτωμα και τζάκι ενώ δίπλα έφτιαξε και ντάμι για τα ζωντανά με λαμαρίνες. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έφτιαξε και γεώτρηση για να ποτίζει αλλά ρεύμα δεν πήρε ποτέ και για  κάποια χρόνια που έβαζε κήπο είχε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο μηχανάκι με βενζίνη και παιδευόταν με αυτό. Είχε αγοράσει και σωλήνες για άρδευση και κάποιες φορές πάσχιζε να ποτίσει ορισμένα δέντρα για να κάνουν αλατοελιές αλλά το νερό ήταν πολύ λίγο και στοίχημα να πότιζε καναδυό δέντρα την φορά με σημαντικό κόστος σε χρήμα και κόπο οπότε τα παράτησε και τα ξαναθυμήθηκε όταν έβαζε κήπο.

Το μέρος εκείνο είχε πολλές πέτρες ανακατεμένες στο χώμα και τον θυμάμαι να τις μαζεύει μια μια, ακόμα σώζονται οι σωροί τους σε διάφορα σημεία. Ποτέ δεν βρέθηκα Ανοιξη στο κτήμα εκτός από κάποιες φορές που το Πάσχα ήταν νωρίς, και έτσι το κλάδεμα μου ήταν σχετικά άγνωστο και δεν θυμάμαι να ασχολήθηκα ποτέ. Ο πατέρας μου μόλις ξεκουραζόταν από το μάζεμα των ελιών που τελείωναν συνήθως στα τέλη Ιανουαρίου γιατί πάσχιζε να τις μαζέψει μόνος του, βγαίνοντας ο Φεβρουάριος έπιανε το κλάδεμα και μέχρι τα τέλη Απριλίου ήταν πάνω στα δέντρα. Από τα λομάκια και τα κατσάρια εξασφάλιζε πάντα τα ξύλα για τον επόμενο χειμώνα.

Κάποια στιγμή αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητες φυτεύοντας οπωροφόρα (μηλιές, ροδακινιές και αχλαδιές) αλλά και αμπέλι για σταφύλια παράλληλα με λαχανόκηπο (ντοματιές, πιπεριές, μελιτζανιές, κολοκυθιές, αγγουριές) αλλά και μποστάνι με καρπούζια και πεπόνια. Εφραξε ένα μέρος για να μην μπαίνουν οι κατσίκες και χρησιμοποιούσε την γεώτρηση για πότισμα μια φορά την εβδομάδα. Δυστυχώς το μικροκλίμα δεν ήταν ιδιαίτερα κατάλληλο και έπρεπε να είναι με την ραντιστήρα στον ώμο για να φάμε κανένα φρούτο χωρίς σκουλήκια. Ούτε τα κλήματα έδιναν σοβαρές ποσότητες σταφυλιών ούτε και το μποστάνι μετά την πρώτη χρονιά έκανε καρπούζια και πεπόνια της προκοπής. Ο λαχανόκηπος ήθελε πολλή δουλειά και πολύ νερό για να έχει απόδοση μέσα στην ζέστη του κάμπου.

Οι καλοκαιρινές ασχολίες όσο ήμουν ακόμα μαθητής, κυρίως στο Γυμνάσιο που ήμουν και λίγο ψωμωμένος, είχαν σχέση με το πότισμα των λιόδεντρων από τις γεωτρήσεις. Τα πρώτα χρόνια το νερό ερχόταν με αυλάκια σκαμμένα με το χέρι μέχρι τον κλήρο και ιδιαίτερα την πρώτη φορά κάθε χρόνο, όσοι είχαν κτήματα στο δρόμο των αυλακιών έπρεπε να τα ανοίξουν γιατί τον χειμώνα και την άνοιξη καταστρεφόταν από τις βροχές και τις πλημύρες. Υστερα έπρεπε να γίνουν αυλάκια μέσα στο κτήμα με κατάλληλες συνδέσεις. Θυμάμαι ότι τα χέρια μου έβγαζαν κάλους και φουσκάλες όπως ήμουν άμαθος αλλά ο πατέρας μου ήθελε να ξέρω καλά τι σημαίνει αγροτική εργασία ώστε να αφοσιωθώ στα μαθήματα και να μην πελαγοδρομώ εδώ και εκεί. Κατεβαίναμε από το δροσερό χωριό στις Καλύβες για πάνω από βδομάδα και ψηνόμασταν στην αποπνικτική ζέστη αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Όταν τελειώναμε τα αυλάκια ερχόταν η ώρα του ποτίσματος, εγώ ήμουν πιασμένος για τα καλά, αλλά τουλάχιστον το νερό ήταν δροσερό. Κάποιες φορές αφήναμε το νερό και τη νύχτα, άλλες φορές κοβόταν στο κεντρικό αυλάκι και ποτίζαμε ξένα κτήματα, άλλες φορές σταματούσε η γεώτρηση…. περιπέτειες, ημερήσιες και νυχτερινές. Θυμάμαι όμως ότι στο δεύτερο και καμιά φορά τρίτο πότισμα η ταλαιπωρία ήταν πιο σύντομη και τελειώναμε σε δυό μέρες αλλά είχαμε και τα τυχερά μας. Φέρναμε και από κανένα τσουβάλι με σαλιτάρια και τα στήναμε στο νερό σε ορισμένα απομονωμένα σημεία… σπάνια ξεγελιόταν κανένα σουσούκι αλλά για μένα τον «κυνηγό» ήταν και γώ δεν ξέρω τι! Στα μεγάλα μου στο Πανεπιστήμιο υπήρχαν δίκτυα με σταθερές σωλήνες  και βάνες που έφερναν το νερό ακριβώς στην άκρη του κλήρου και υπήρχε φτιαγμένο ένα μεγάλο αυλάκι κατά μήκος της πάνω πλευράς του κτήματος που έκανε την δουλειά απλούστερη και ταχύτερη αλλά πάλι μια δυό μέρες τις θέλαμε.

Μόλις έμπαινε ο Σεπτέμβριος, τα τελευταία χρόνια κυρίως, ερχόταν η ώρα των διχτυών που έπρεπε να στρωθούν κάτω από τα δέντρα για να μην χαθεί ούτε μια ελιά από τον αέρα του φθινοπώρου αλλά εγώ σπάνια ήμουν μαζί με τους γονείς μου γιατί συνήθως έφευγα για την Πάτρα. Το μάζεμα των ελιών άρχιζε ανάλογα με την εποχή. Παλιότερα υπήρχε το χαμολόϊ με όσες ελιές έπεφταν νωρίς που έδινε χαμηλής ποιότητας λάδι αλλά η φτώχια δεν άφηνε τίποτα να πάει χαμένο και άρχιζε συνήθως στα τέλη του Οκτώβρη. Λίγο νωρίτερα ορισμένες φορές μαζεύονταν αν θυμάμαι καλά πράσινες ελιές για κλαστάδες σε πλαστικούς κουβάδες και με το χέρι μία μία. Μια φορά ίσως να συμμετείχα στην διαδικασία αλλά δεν ευδοκίμησε γιατί οι μεγάλες ελιές ήταν πολύ λίγες.  Στις ελιές έβγαιναν τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη, ανάλογα με τις συνθήκες, και το τίναγμα γινόταν ή με το χέρι (τρίψιμο) ή με χτένα πλαστική ανεβαίνοντας στην κλασσική πεύκινη ελιόσκαλα που κοβόταν το καλοκαίρι από το βουνό. Για τις κορφές υπήρχε το βεργί αν και ο πατέρας μου το απέφευγε όσο μπορούσε. Αργότερα οι σκάλες έγιναν σιδερένιες ή από αλουμίνιο αλλά εγώ δεν τις θυμάμαι. Τα πανιά στρώνονταν αφού πρώτα μαζεύονταν τα δίχτυα. Με τα καλάθια οι ελιές μεταφέρονταν στην λυχνίστρια για να φύγουν τα φύλλα και στην συνέχεια έπρεπε να διαλεχτούν οι αλατοελιές που έδιναν και δίνουν την θασίτικη θρούμπα. Οι αλατοελιές έμπαιναν στα πλαστικά κασάκια και οι υπόλοιπες στα πάνινα τσουβάλια. Καθημερινά οι αλατοελιές παραδιδόταν είτε σε έμπορο στις Καλύβες ή στο εργοστάσιο του Συνεταιρισμού κατά τα ραχωνιώτικα. Ανάλογα με τον καιρό η διαδικασία της διαλογής γινόταν είτε επί τόπου κάτω από τα δέντρα σε ομαλιές  ή στην καλύβα όταν έβρεχε ή έκανε πολύ κρύο. Πολλές φορές το Καλύβι εξασφάλιζε πρόχειρο καταφύγιο από το ψιλόβροχο και μόνο όταν έβρεχε καταρρακτωδώς δεν το κουνούσαν από το σπίτι για τον Κλήρο. Στα πολλά κρύα άναβε το τζάκι και υπήρχε κάποια προστασία από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Ταυτόχρονα μπορούσαν με ασφάλεια να αποθηκευτούν τόσο οι ελιές όσο και όσα κουβαλούσαν μαζί τους.

Συνήθως όταν ερχόμουν από την Καβάλα για τις διακοπές των Χριστουγέννων οι γονείς μου είχαν τελειώσει όλα τα περιφερειακά κτήματα και βρισκόταν στον Κλήρο. Ετσι τους ακολουθούσα και εγώ εκεί όταν ο καιρός το επέτρεπε, περισσότερο για παρέα παρά για βοήθεια, και συμμετείχα με κάποιο τρόπο στην όλη προσπάθεια της οικογένειας. Τα πρώτα χρόνια βοηθούσα πιο πολύ τη μάνα μου στο διάλεγμα, το λύχνισμα, τις μεταφορές παρά τον πατέρα μου στο τίναγμα. Αργότερα άρχισα να ανεβαίνω στην σκάλα αλλά δεν μπορούσα να την κουμαντάρω και την μετακινούσε ο πατέρας μου. Όταν ο πατέρας μου με έβλεπε να τεμπελιάζω και να φοβάμαι να ανεβώ στα ψηλά με τρόμαζε ελαφρά λέγοντας «αν δεν είσαι καλός στα γράμματα θα φτιάξω ειδικά για σένα μια πιο ψηλή σκάλα για να φτάνεις τις κορφές».  Τα χέρια μου πάγωναν από το κρύο όπως ήταν καλομαθημένα στην σχολική θαλπωρή και ανεβοκατέβαινα για να τα ζεστάνω στην φωτιά που άναβε η μάνα μου για να ζεσταίνονται κάπως. Σιγά σιγά άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής αλλά δεν είχα άλλες εμπειρίες για να την συγκρίνω με οποιαδήποτε άλλη που θα μπορούσε να μου τύχει.

Η μεταφορά από και προς τις Καλύβες γινόταν με τον γάϊδαρο μέχρι το 1978 οπότε ο πατέρας μου αποφάσισε να αγοράσει το τρίκυκλο ΜΕΒΕΑ με κουβούκλιο για προστασία από την βροχή και δεν πήρε αγροτικό που θα ήταν ασφαλέστερο και πιο αποδοτικό στην μεταφορά. Κουτσά στραβά για περισσότερα από 15 χρόνια πηγαινοερχόταν με το ΜΕΒΕΑ και ήταν τυχερός που δεν τρακάρισε ποτέ παρά το ότι ζοριζόταν να ανεβεί στις ανηφόρες και μάλιστα φορτωμένος. Στο κατέβασμα τα πράγματα ήταν πιο εύκολα αλλά στην επιστροφή έβγαινε η μάνα μου στο δρόμο να βλέπει και όταν δεν υπήρχαν αυτοκίνητα μαρσάριζε και το έδινε δρόμο γιατί δεν υπήρχε ορατότητα ακριβώς πάνω στην έστω και ανοιχτή στροφή.

Τα πρώτα χρόνια που θυμάμαι τις ελιές τις πηγαίναμε στο ελαιοτριβείο του Μητσέκου, στην έξοδο κατά το χωριό, γιατί ο θείος Φίλιππας ήταν γαμπρός του. Εμπαιναν σε μπλοκούς και έμεναν εκεί πολλές μέρες μέχρι να βγούν με αποτέλεσμα η οξύτητα του λαδιού να πάει στα ύψη. Εκτός από αυτό ο Γερομητσέκος πλήρωνε όταν πουλούσε το λάδι και αν του περίσσευαν λεφτά με αποτέλεσμα όταν ήρθε η ώρα να πάω στο Γυμνάσιο στην Καβάλα ο πατέρας μου να μην έχει φράγκο. Ετσι παράτησε το ιδιωτικό και γράφτηκε συνέταιρος στο Συνεταιριστικό Ελαιοτριβείο που ήταν στην είσοδο του χωριού από τον κάμπο. Εκεί αρχικά είχαν τον ίδιο τρόπο λειτουργίας με μπλοκούς αλλά μετά αποφάσισαν να βγάζουν το λάδι όλων των παραγωγών μόλις τις πήγαιναν στο εργοστάσιο, πράγμα που οδήγησε σε πολύ καλύτερη οξύτητα λαδιού γιατί οι ελιές συνθλίβονταν φρέσκες και όχι σάπιες. Ετσι ανάλογα με την περίοδο υπήρχε η πρώτη αποθήκη, η δεύτερη, η Τρίτη κοκ με άλλη συμμετοχή και οξύτητα ανάλογα με το πλήθος των ελιών που παρέδιδε ο κάθε παραγωγός και την συνολική απόδοση σε κάθε περίοδο. Ένα μέρος του λαδιού το έπαιρνε ο πατέρας μου για ιδιόχρηση ή πώληση με τον τενεκέ και ότι περίσσευε το πουλούσε το εργοστάσιο σε εμπόρους είτε ατομικά ή συνολικά. Αργότερα που μπήκαμε στην ΕΟΚ υπήρχαν και οι επιδοτήσεις που πρόσθεταν σημαντικά στο εισόδημα και εκτός από την βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας υπήρχαν και τα σημαντικά λεφτά των επιδοτήσεων. Η αλήθεια είναι ότι όταν τα λιόδεντρα άρχισαν να καλλιεργούνται συστηματικά ο στόχος ήταν οι αλατοελιές που έδιναν άμεσα χρήματα σχεδόν μόλις τις παρέδιδαν ενώ οι ελαιοποιήσιμες είχαν διαδικασία, αβεβαιότητα και όχι καλή απόδοση.

Ο Κλήρος τελικά πέρασε στα χέρια μου αφού ο πατέρας μου φρόντισε να αγοράσει τα μερτικά της θείας Ευδοκίας και του θείου Τάσου και οι θείες μου Αννα και Αλεξάνδρα μου μεταβίβασαν τα δικά τους. Πολλές οι προσωπικές αναμνήσεις και οι στιγμές που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου από κάθε περίοδο της ζωής μου. Θυμάμαι έντονα τις βοήθειες των θείων μου Νίκου Χατζηραβδέλλη, Γιάννη Παπάνθιμου και Ζαρίφη Βογιατζή όταν έπρεπε να τελειώσουν το τίναγμα γιατί έκλεινε το εργοστάσιο, την χαρά που ένοιωθα όταν τελειώναμε το πότισμα και ξεκινούσαμε με τα πόδια για να ανεβούμε στο Χωριό, την αγωνία της μάνας μου που καθοδηγούσε τον πατέρα μου να ανεβεί με το ΜΕΒΕΑ φορτωμένο ως τα μπούνια στην άσφαλτο, αλλά και το πασχαλιάτικο τραπέζι στις 26.4.81 πριν από το γάμο μου κάτω από τις ελιές με το γεμιστό κατσικάκι και τα μπουτάκια στα ταψιά.

Όταν επιστρέψαμε στην Καβάλα το 1986 μετά από 17 χρόνια μακριά στην Πάτρα νόμισα ότι θα  μπορούσα να περνώ περισσότερο χρόνο στον Πρίνο αλλά έκανα λάθος. Τους χειμώνες έκανε πολύ κρύο, τα παιδιά ήταν μικρά και τα σπίτια παντού κρύα, πέσαμε στον χιονιά των Χριστουγέννων του 1986 και παγώσαμε χωρίς ρεύμα, δοκιμάσαμε το 1992 και μόλις σήκωσα ένα κασσάκι ελιές  πιάστηκε η μέση μου και δεν το κούνησα από το κρεββάτι με χιόνια πάλι οπότε στις ελιές δεν ξαναπήγα. Αν θυμάμαι καλά η τελευταία χρονιά που οι γονείς μου μάζεψαν ελιές, έστω και με βοήθεια εργάτη, ήταν ο χειμώνας του 1995-96 γιατί αργότερα η μάνα μου αρρώστησε και έχανε τον προσανατολισμό της εκεί που ανεβοκατέβαινε σαράντα χρόνια και ήξερε κάθε δέντρο με το όνομά του και τα χαρακτηριστικά του. Για δυό τρία χρόνια στη συνέχεια τις ελιές τις μάζευαν εργάτες με πολύ χαλαρή εποπτεία του πατέρα μου που έπρεπε να φυλάει τη μάνα μου.

Μόλις μας άφησαν οι γονείς μου ο Κλήρος νοικιάστηκε και από τότε μόνο από τον δρόμο τον βλέπω. Το Καλύβι γκρεμίστηκε, η γεώτρηση χάλασε και εγκαταλείφτηκε, ο φράχτης καταστράφηκε, μόνο οι σωλήνες και τα δίχτυα ακόμα βρίσκονται παρατημένα σε μια γωνιά ενώ οι αβατσινιές στο κάτω μέρος προς τον δρόμο θέριεψαν. Παίρνουμε το λάδι της χρονιάς κάθε χρόνο σαν ενοίκιο, δίνουμε και κανένα τενεκέ λάδι δώρο όταν έχει ελιές στο κτήμα του Λιμένα και πέραν αυτού ουδέν. 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο