Το σπίτι στις Καλύβες

Οι Καλύβες ήταν μια σειρά από καλύβια που ήταν κοντά σχετικά στον κάμπο και χτίστηκαν για να μπορούν οι χωριανοί να βρίσκονται πιο κοντά στα ελαιοκτήματα την εποχή της συγκομιδής. Είναι κτισμένες στην πλαγιά της Βαλανίδας, προστατευμένες από τον βοριά και με τον ήλιο απέναντι σχεδόν όλη την μέρα. Τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν πρόχειρες κατασκευές ισόγειες και εκτός από το μέρος της κατοικίας υπήρχε και ένα δεύτερο για τα ζώα, η αχυρώνα, που συνήθως ήταν δίπλα στην κατοικία, φυσικά για εκείνους που είχαν μεγάλα κτήματα και διέθεταν ζώα για την μεταφορά του καρπού ή κατσίκες συνήθως για την εξασφάλιση γάλατος και τυριού. Στις αυλές των σπιτιών, όπου υπήρχε χώρος, αλλά κυρίως όπου υπήρχε χώμα, πολύ αργότερα και όταν οι κάτοικοι ξεχειμώνιαζαν για περισσότερο καιρό ξεφύτρωνε και κανένας πρόχειρος λαχανόκηπος τον καιρό που έφεραν και νερό στις Καλύβες φτιάχνοντας τσιμεντένια δεξαμενή στην οποία έφτανε το νερό από πηγές στα βουνά του Πρίνου.

Δεν γνωρίζω πότε άρχισαν να κατοικούνται οι Καλύβες αλλά σίγουρα σχετίζονται με την ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας και την εξασφάλιση της ασφαλούς διαμονής μετά την εξάλειψη των πειρατικών επιδρομών που ήταν συχνές στο παρελθόν. Προφανώς είναι πολύ νεώτερος οικισμός από το Καζαβίτι το οποίο ως φορολογούμενος οικισμός εμφανίζεται πρώτη φορά το 1570 στα οθωμανικά κατάστιχα και εκατό χρόνια αργότερα εμφανίζεται να έχει κάπου 140 σπίτια. Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίζεται να έχει κάπου 2 χιλιάδες κατοίκους.

Το σπίτι λοιπόν του παππού μου Γιώργου ήταν και το πρώτο σπίτι που θυμάμαι από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω και να αχνοφέρνω στην μνήμη μου. Το σπίτι ήταν πάντα διώροφο, καλύβα και όχι καλύβι, είχε δύο υπνοδωμάτια, το ένα το χρησιμοποιούσαν οι γονείς μου και εγώ, σαλόνι στην μέση με μπαλκόνι ξύλινο χωρίς θέρμανση και δίπλα στο σαλόνι δεύτερο υπνοδωμάτιο όπου έμενε ο παππούς, η γιαγιά και η θεία Αννα. Κάθε υπνοδωμάτιο είχε τζάκι για θέρμανση. Η κουζίνα ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο στο πίσω μέρος που κατέληγε σε τουαλέτα κλασσική με τρύπα και είχε ένα τρίτο μικρό τζάκι που δεν ξεκινούσε από το πάτωμα αλλά από τον πάγκο δίπλα στο νεροχύτη. Φυσικά όλα τα πατώματα ήταν ξύλινα όπως και τα ταβάνια. Στα υπνοδωμάτια υπήρχαν εντοιχισμένα ντουλάπια για την αποθήκευση διάφορων χρήσιμων πραγμάτων, από ρούχα μέχρι και τρόφιμα. Στο υπνοδωμάτιο του παππού και της γιαγιάς υπήρχε και εικονοστάσι με εικόνες και καντήλι στο πάνω μέρος του ντουλαπιού. Κάτω από την κουζίνα ήταν η αποθήκη για τα ξύλα του χειμώνα. Το ισόγειο ήταν χαμηλοτάβανο και το θυμάμαι χωρισμένο στα δύο, το ένα το θυμάμαι σαν κατάστημα υφασμάτων του μπαρμπα Βαγγέλη του Τριανταφυλλίδη με ξύλινο πάτωμα και από κάτω χώμα, και το άλλο, από το οποίο χωριζόταν με διαχωριστικό με σανίδια ήταν πάντα το ραφείο της θείας μου με τσιμεντένιο δάπεδο και διαφορετική είσοδο. Το μαγαζί άκουσα ότι στην κατοχή ήταν η Βουλγαρική Αστυνομία και παλιότερα ήταν καφενείο αλλά εγώ δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο.

 Το σπίτι δεν είχε ενσωματωμένο χώρο για τα ζώα της οικογένειας μια και πάντα θυμάμαι να έχουμε γάϊδαρο και δυό τρείς κατσίκες και μικρά κατσικάκια. Για τον λόγο αυτό υπήρχε χωριστό κτίσμα, η μεγάλη αχυρώνα που ήταν φυσικά ισόγεια με χώρους τόσο για δύο τουλάχιστον κατσίκες, κατσικάκια και έναν γάϊδαρο. Στον ίδιο χώρο αποθηκεύονταν και οι μπάλες τριφυλλιού για την χειμωνιάτικη τροφή των ζώων όταν δεν έβγαιναν έξω για τροφή. Η αχυρώνα είχε χωμάτινο επικλινές πάτωμα αλλά και ξύλινα πατώματα για τον γάϊδαρο και τις κατσίκες, ένα μεγάλο παράθυρο με ξύλινο πατζούρι και φυσικά ξύλινη πόρτα.

Μεταξύ αχυρώνας και σπιτιού υπήρχε αρκετός χώρος που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια λαχανικών, άλλα τον χειμώνα και άλλα την άνοιξη, συνήθως μαρούλια, λάχανα, πράσα και άλλα παρόμοια. Η αυλή περιελάμβανε και ένα λιόδεντρο που μαζευόταν όταν ερχόταν η περίοδος ελαιοσυλλογής. Φυσικά η σκεπή του σπιτιού ήταν με πλάκες που έμπαζαν συχνά με τις βροχές και οι σταλαμοί ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Το μπαλκόνι ήταν ξύλινο και σκεπασμένο με λαμαρίνα ενώ τα παράθυρα ήταν σχετικά μικρά με τζάμια. Οι εξωτερικοί τοίχοι του σπιτιού μέχρι ψηλά την σκεπή πολύ χοντροί  κτισμένοι με πέτρα και χώμα ενώ οι διαχωριστικοί μεταξύ σαλονιού και δωματίων με τσατμά, αρκετά λεπτοί.

Όταν ήμουν δέκα χρονών περίπου ο πατέρας μου έβγαλε άδεια από την αστυνομία και γκρέμισε την παλιά μακρόστενη κουζίνα και στην θέση της έφτιαξε καινούρια επεκτείνοντάς την προς τα πίσω με ταράτσα στην μια πλευρά και μπαλκόνι στην άλλη όπου μεταφέρθηκε και η τουαλέτα με λεκάνη τουρκικού τύπου και βρύση με λάστιχο για ντούς με κρύο νερό το καλοκαίρι φυσικά. Η νέα κουζίνα ήταν μια παράξενη κατασκευή με τραπεζαρία, πάγκο και τζάκι στον ίδιο χώρο και ένα χωριστό στενάκι με ντουλάπια και νεροχύτη που κατέληγε σε τσιμεντένιο μπαλκόνι με εξωτερική τουαλέτα εκτεθειμένη στην παγωνιά και το κρύο γιατί δεν είχε παρά ένα μικρό τετράγωνο άνοιγμα στον εξωτερικό τοίχο για εξαερισμό αλλά είχε βρύση και λάστιχο για καλοκαιρινό μπάνιο. Για να επικοινωνεί η κουζίνα με τα υπνοδωμάτια ανοίχτηκε πόρτα στον πάχους ενός μέτρου τοίχο, διατηρήθηκε η παλιά πόρτα και φτιάχτηκε άλλη πόρτα στην κουζίνα με αποτέλεσμα το κρύο να μπαίνει από παντού. Θα πρέπει τον ίδιο καιρό να γκρεμίστηκαν τα τζάκια στα υπνοδωμάτια και στην κουζίνα και να ανοίχτηκαν τρύπες για σόμπες και λίγο αργότερα να μπήκαν κεραμίδια στην στέγη του κύριου σπιτιού. Φυσικά η θέρμανση ήταν με ξυλόσομπες μια και ελιόξυλα είχαμε πολλά. Κάποια στιγμή η θεία Αννα αντικατέστησε την ξυλόσομπα με σόμπα πετρελαίου αλλά η κουζίνα είχε πάντα μασίνα με φούρνο για ψήσιμο φαγητού και μαγείρεμα παράλληλα με την θέρμανση. Κάποια στιγμή αργότερα στο κουζινάκι τοποθετήθηκε πετρογκάζ για το μαγείρεμα.

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960 το σπίτι απέκτησε ηλεκτρικό ρεύμα με την κατασκευή χωνευτών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων το καλοκαίρι καθαρά για φωτισμό στην αρχή και αγοράστηκε ψυγείο και πολύ αργότερα προστέθηκαν άλλες χρήσιμες συσκευές όπως το ηλεκτρικό φουρνάκι και η Casa και πολύ αργότερα ηλεκτρικό πλυντήριο που σπάνια χρησιμοποιούσε η μάνα μου όπως ήταν μαθημένη στο πλύσιμο στο χέρι.

Νέα αλλαγή στην πρόσοψη του σπιτιού ήρθε το 1971 με γκρέμισμα του ετοιμόρροπου ξύλινου μπαλκονιού και την ανέγερση τσιμεντένιας βεράντας και τοποθέτηση νέων παράθυρων και νέας πόρτας με ξύλινα παντζούρια. Η τελευταία σοβαρή επέμβαση ήταν το 1975 με την κατασκευή λουτροκαμπινέ με νέα επέκταση της κουζίνας προς τον εσωτερικό κήπο με αποτέλεσμα το σπίτι να αποκτήσει την δυνατότητα να μην παγώνεις πηγαίνοντας στην τουαλέτα και να μπορείς να κάνεις ένα απλό μπάνιο. Το θερμοσίφωνο με ρεύμα και ξύλα ήταν επανάσταση αλλά η έλλειψη θέρμανσης πολύ αργότερα οδήγησε σε χρήση αερόθερμου. Η κουζίνα όμως παρέμεινε ένας προβληματικός στενός χώρος αλλά για τους γονείς μου και την θεία μου ήταν πολυτελής σε σχέση με όσα ήξεραν και υπέμεναν για τόσα χρόνια.

Το σπίτι πρακτικά δεν άλλαξε εκτός του ότι εγκαταστάθηκαν δύο κλιματιστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1990 για θέρμανση της κουζίνας και του σαλονιού τον χειμώνα αλλά δεν ήταν κατάλληλο για πλήρη αξιοποίηση τον χειμώνα. Ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν δυό εξώπορτες αλουμινίου αλλά πέραν τούτου περιμένει το μοιραίο όταν θα έρθει κάποια στιγμή.

Στο σπίτι αυτό πέρασα τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου με τα καλοκαιρινά διαλείμματα του κάτω σπιτιού στο Χωριό. Τα επόμενα έξι το ζούσα μόνο στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο και αρκετό μέρος των καλοκαιριών όπως και στις διακοπές των φοιτητικών χρόνων στα οποία σπάνια βρισκόμουν στο Χωριό. Όταν άρχισα να εργάζομαι στην Πάτρα, σίγουρα το ζούσα στις διακοπές του χειμώνα και της άνοιξης και λίγες βδομάδες το καλοκαίρι. Οσο μεγάλωνα τόσο και αραίωναν οι επισκέψεις, τόσο και λιγότερο έμενα και πάντα αισθανόμουν ως επισκέπτης και ελάχιστα ως κάτοικος. Κάθε φορά που επέστρεφα μετά από λίγους μήνες απουσίας όλο και κάτι διαφορετικό έβρισκα αλλά άφηνα τους γονείς μου να αποφασίσουν πως θα το χειριστούν. Σπάνια ξόδευαν για την δική τους ευκολία, μόνο όταν αισθανόταν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για μας, έμπαιναν στον κόπο. Κάπως έτσι άρχισα να νοιώθω ξένος παρά το ότι έμενα κοντά σχετικά, μια αίσθηση που εξακολουθώ να την έχω, παρά τις αναλαμπές της μνήμης και την νοσταλγία της επιστροφής στις ρίζες όλων των ξενιτεμένων. Οι επισκέψεις πύκνωσαν όταν επέστρεψα στην Καβάλα και ήμουν τακτικός επισκέπτης για δέκα-δώδεκα χρόνια όσο οι γονείς μου ζούσαν εκεί αλλά τα τελευταία είκοσι χρόνια που νοικιάστηκε για να μην εγκαταλειφθεί δεν θέλω ούτε από έξω να περάσω. Ελπίζω ότι κάποτε θα καταφέρω να επιστρέψω.


 Το σπίτι την δεκαετία του 1950 σε φωτογραφία εορτασμού της 25ης Μαρτίου με την σχετική αψίδα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο