Δύσκολοι καιροί

Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι στην Θάσο επιτάξανε το σπίτι μας στις Καλύβες και στο κάτω πάτωμα που ήταν ισόγειο ήταν η βουλγάρικη αστυνομία και στον πάνω όροφο μας άφησαν ένα μόνο δωμάτιο και στο άλλο έβαλαν μια βουλγάρικη οικογένεια. Ευτυχώς το σπίτι μας στο Καζαβίτι που ήταν στην άκρη του χωριού δεν μας το πειράξανε. Ετσι μόνο για τις ελιές κατεβαίναμε στις Καλύβες στριμωγμένοι στο ένα δωμάτιο τόσοι άνθρωποι, ο παππούς, η γιαγιά, η Αννα, η Αλεξάνδρα και οι τρείς άνδρες. Με τον άνθρωπο που έμενε στο σπίτι μας είχαμε καλές σχέσεις γιατί ήταν ένας πάμφτωχος άνθρωπος που τον φέρανε στην Θάσο για να αποικίσουν την νέα επαρχία της Βουλγαρίας. Μαθαίναμε κουτσά στραβά πράγματα γιατί εργαζόταν στην κοινότητα και ήξερε χρήσιμα πράγματα. Ετσι μάθαμε ότι θα μαζέψουν νέους άνδρες για να τους πάνε στην Βουλγαρία και ανάμεσά τους ήταν και δυό από την οικογένειά μας, ο Φίλιππας και εγώ. Τον Τάσο τον αφήσανε να προστατεύει τους γέρους και τις γυναίκες. Όταν το έμαθε ο φιλοξενούμενος Μπαϊδημήτρης (κάπως έτσι τον έλεγαν) λίγο με νοήματα, λίγο με κάτι κινήσεις μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να εξαφανιστούμε για να μη μας πάρουν.

Δεν θυμάμαι ποιος μας βοήθησε αλλά βρήκαμε τρόπο να φύγουμε με βάρκα για το Αγιο Ορος από την Τζιλιμπάρα και φτάσαμε την άνοιξη του 1943. Το Ορος ήταν στην εξουσία των Γερμανών και τα μοναστήρια φιλοξενούσαν κρύβοντάς τους όσους ζητούσαν καταφύγιο. Μαζί μένα και τον αδελφό μου Φίλιππα ήταν από τον Πρίνο και ο Κώστας Τυρολόγος και καταφύγαμε και οι τρείς στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου. Εγώ ανέλαβα ως βοηθός μαγειρα, ο αδελφός μου Φίλιππας εργαζόταν στο Αρχονταρίκι και ο Κώστας στο νοσοκομείο του Μοναστηριού. Οι καλόγεροι είχαν βάρκες και ψάρευαν, είχαν κτήματα και αμπέλια, κήπους, πολλά έσοδα και το κυριότερο για την εποχή, ασφάλεια και ησυχία. Τους μήνες που μείναμε εκεί δεν στερηθήκαμε τίποτα ενώ αυτοί που μείνανε πίσω στερούνταν τα πάντα. Θυμάμαι ότι οι καλόγεροι είχαν πολλούς γερμανούς επισκέπτες που ερχόταν να δούν το μοναστήρι και τους θησαυρούς του και τους κάναμε πλούσια τραπέζια με ψάρια, τέτοια ψάρια ούτε είχα δεί ποτέ στη ζωή μου.

Κι ενώ η ζωή κυλούσε ήρεμα και τα παντελόνια δεν μας χωρούσαν από την καλοπέραση, εμφανίζονται ένα βράδυ στις αρχές του χειμώνα αντάρτες από τον ΕΛΑΣ της Χαλκιδικής που ψάχνοντας για όπλα ήρθαν να αφοπλίσουν τον σταθμό χωροφυλακής βοηθούμενοι από δυό κρητικούς χωροφύλακες που ήταν μυημένοι στο ΕΑΜ. Ο καπετάνιος, ένας φλογερός δάσκαλος, μάζεψε όσους εργαζόταν στο μοναστήρι και τους κάλεσε να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας από τον κατακτητή. Ο αδελφός μου πιο νέος από μένα υποσχέθηκε αμέσως στον καπετάνιο ότι θα πάει μαζί τους και ετοιμάστηκε να φύγει. Πριν φύγει μου λέει ότι φεύγει από το μοναστήρι και παρά τις προσπάθειές μου να τον μεταπείσω μου λέει «έδωσα τον λόγο μου και ντρέπομαι να τον πάρω πίσω». Εγώ είχα υποσχεθεί στους γονείς μας ότι θα τον προσέχω τον μικρό μακριά από το σπίτι. Ετσι θέλοντας και μη και εγώ και ο Κώστας ακολουθήσαμε τον καπετάνιο και τους λιγοστούς αντάρτες του στο βουνό και στο άγνωστο.

Η ζωή στο βουνό ήταν απείρως πιο δύσκολη από ότι στο μοναστήρι. Η πείνα και η δίψα, ιδιαίτερα σε περίοδο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων βουλγάρων και γερμανών, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που για μέρες δεν είχαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα μας, ούτε και νερό, όταν οι βούλγαροι ήταν μερικά μέτρα μακριά από τα σημεία που κρυβόμασταν. Πολλές φορές μαζεύαμε ότι βρίσκαμε σε χωράφια και κήπους και τα προβλήματα στο στομάχι και στην κοιλιά ήταν συχνά και επώδυνα. Όταν βρισκόταν σε χωριά κανένα κομμάτι θεόξερη μπομπότα την βλέπαμε σαν παντεσπάνι. Το γάλα και το τυρί που μας έδινε κανένας φοβισμένος τσομπάνης ήταν βασιλικό γεύμα. Τα χωριά της περιοχής ήταν φτωχά και οι άνθρωποι από το στέρημά τους μας έδιναν ότι είχαν. Ο οπλισμός που είχαμε κακής ποιότητας και ποικίλος, οι σφαίρες άλλοτε ταίριαζαν και άλλοτε όχι, δεν ήταν και ποτέ αρκετές ακόμα και όταν υπήρχαν. Ετσι οι δυνατότητές μας απέναντι σε οργανωμένο στρατό ήταν ελάχιστες για σοβαρές επιχειρήσεις. Μόνο καμιά ενέδρα σε ανυποψίαστους μεμονωμένους προβληματικούς και βοηθητικούς φαντάρους ή κανένα αυτοκίνητο που πήγαινε μόνο του χωρίς σοβαρή προστασία είχε καλές πιθανότητες επιτυχίας. Τα περισσότερα από τα όπλα και τις χειροβομβίδες τα παίρναμε από επιδρομές όπου υπήρχε δυνατότητα αιφνιδιασμού. Το ηθικό ήταν ακμαίο αλλά οι δυνατότητες περιορισμένες. Ετσι τις πιο πολλές φορές προσπαθούσαμε να αφοπλίσουμε είτε έλληνες χωροφύλακες που πολλοί μας ακολουθούσαν ή συνεργάτες των γερμανών και βουλγάρων που χρησιμοποιούνταν βοηθητικά με διάφορα ονόματα και ήταν πιο εύκολοι στόχοι αλλά πολλές φορές οι γερμανοί και οι βούλγαροι ήταν σχετικά κοντά και αναγκαζόμασταν να εξαφανιστούμε πριν να αρπάξουμε ότι μπορούσαμε.

Υπήρχαν βέβαια και οι μονάδες που ήταν καλύτερα οπλισμένες και εφοδιασμένες αλλά και εκπαιδευμένες που άντεχαν να διεξάγουν πιο σοβαρές επιχειρήσεις. Πολύ σημαντική ήταν η βοήθεια από τις πολιτικές οργανώσεις των χωριών που και μας προστάτευαν από τις κακοτοπιές αλλά και μας οδηγούσαν δίνοντάς μας τις απαραίτητες πληροφορίες. Η Ανατολική Χαλκιδική ήταν αρκετά απομονωμένη, δεν είχε μεγάλη κίνηση παρά μόνο κοντά στα μεταλλεία και δεν είχαμε πολύ συχνά εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι Βούλγαροι σε γενικές γραμμές δεν ήταν ούτε καλά οργανωμένοι ούτε και ιδιαίτερα επιθετικοί στην περιοχή ενώ οι γερμανοί φρόντιζαν να έχουν ανοιχτούς δρόμους και χρησιμοποιούσαν συχνά βοηθητικούς από την Ανατολική Ευρώπη που επίσης ήταν εύκολοι στόχοι.

Στην βόρεια Ελλάδα υπήρχαν όπως και παντού εθνικιστικές οργανώσεις με φανατικούς αντι-κομμουνιστές που συνήθως με την καθοδήγηση αξιωματικών προσπαθούσαν να αντισταθούν στο ΕΑΜ άλλοτε συνεργαζόμενοι με τους γερμανούς, άλλοτε με τους άγγλους που τους τροφοδοτούσαν τόσο με οπλισμό όσο και με χρήματα (οι χρυσές λίρες!). Οι οδηγίες από πάνω ήταν να μην τους αφήνουμε να σταθούν πουθενά και έτσι η ΠΑΟ ήταν πάντα στόχος όπου την βρίσκαμε μπροστά μας. Συνήθως έβρισκαν καταφύγιο κοντά σε σημεία με εύκολη πρόσβαση από τους γερμανούς και τους βούλγαρους σε χωριά κοντά σε κεντρικούς δρόμους από όπου δύσκολα μπορούσαμε να τους διώξουμε. Τα μικρά, φτωχά και απομονωμένα ορεινά χωριά ήταν το καταφύγιο και οι κρυψώνες μας.

Τους τελευταίους μήνες της κατοχής, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, όταν έγινε φανερό ότι οι γερμανοί και οι βούλγαροι θα έχαναν τον πόλεμο, όλο και περισσότεροι πύκνωναν τις γραμμές του ΕΛΑΣ και αποκτήσαμε και το έμψυχο δυναμικό να κάνουμε πιο σοβαρές επιχειρήσεις του ίδιου τύπου, κτύπα και φεύγα, είχαμε και καλύτερο ηθικό και κάπως καλύτερο οπλισμό. Ετσι σιγά σιγά οι γερμανοί, μετά την συνθηκολόγηση των βουλγάρων, άρχισαν να τα μαζεύουν και να συγκεντρώνονται κοντά στην Θεσσαλονίκη και εμείς πλησιάζαμε σιγά σιγά αφού όλη η Χαλκιδική ήταν λίγο πολύ ελεύθερη.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 44, όταν οι γερμανοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα φεύγοντας προς την Γιουγκοσλαβία μπήκαμε στη Θεσσαλονίκη στις 30 του μηνός. Ολη η Βόρεια Ελλάδα έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ και εγώ ανέλαβα αποθηκάριος σε μια μεγάλη αποθήκη στην Θεσσαλονίκη. Εκεί μέσα συγκεντρώναμε ότι κατάσχαμε από τους μαυραγορίτες που στην κατοχή διακινούσαν τα πάντα αλλά και ότι άφησαν οι γερμανοί πίσω τους. Οι έλληνες που υπέφεραν τα πάνδεινα στην κατοχή κυνηγούσαν όποιον ήξεραν ότι έκανε μαύρη αγορά και οι καταγγελίες ήταν πολλές. Μια μέρα έρχονται δύο πολίτες και μου λένε ότι ξέρουμε έναν μαυραγορίτη που ακόμα είναι ελεύθερος και πρέπει να τον συλλάβεις. Αφελής εγώ, κλειδώνω την αποθήκη και με το περίστροφο στο χέρι, συλλαμβάνω τον πολίτη και τον πάω στη Λαϊκή Δικαιοσύνη χωρίς να ξέρω τίποτα άλλο. Τον παραδίδω και φεύγω. Ο χρόνος πέρασε χωρίς άλλα προβλήματα.

Μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα και την ήττα του ΕΛΑΣ για τα οποία εμείς δεν ξέραμε τίποτα, ζήτησα και πήρα μετάθεση στην Καβάλα όπου πάλι ήμουν στην Επιμελητεία. Στον δρόμο μια μέρα βλέπω μπροστά μου τον πολίτη που είχα συλλάβει στην Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω αν με γνώρισε, εγώ τρόμαξα, αλλά έκανα πως δεν τον είδα. Μάλλον άδικα τον είχα συλλάβει. Όταν διαλύθηκε ο ΕΛΑΣ με την συμφωνία της Βάρκιζας παρέδωσα τον οπλισμό μου και επέστρεψα στον Πρίνο.

 

Η είσοδος του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη 30.10.1944. Ο Φίλιππας στη μέση.


 

Ο Φίλιππας δεύτερος από τα δεξιά στη Θεσσαλονίκη


 

Ο Φίλιππας με τον Κώστα Τυρολόγο



 Ο πατέρας μου με τον Κώστα Τυρολόγο

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο