Η παιδική ζωή με την οικογένεια V - το συγγενικό περιβάλλον

Η γιαγιά Μαρία και η οικογένειά της

Την γιαγιά Μαρία την θυμάμαι πάντα με τα μαύρα. Από την βουλγαρική κατοχή και μετά η ζωή της ήταν θλιβερή, αφού το 41 έχασε τον παππού Γιάννη, λίγο αργότερα την Σοφία και την Βαρβάρα και μετά τον πόλεμο την Γεωργία. Εμεινε μόνη με τρία παιδιά, τον Δημητρό που ήταν μαραγκός, την μάννα μου και την θεία Χρυσούλα που δεν είχαν ακόμα παντρευτεί εκτός από την Σωτήρω που κλέφτηκε με τον Δούκα πριν από τον πόλεμο.

Εμενε στο μικρό σπιτάκι που ήταν απέναντι από το δικό μας με τον θείο Δημητρό μια που εγώ, όταν άρχισα να καταλαβαίνω στα μέσα της δεκαετίας του 50 εκτός από την μάννα μου είχε φύγει και η Χρυσούλα νύφη στο σπίτι του θείου Ζαχαρία, στο σημερινό της σπίτι πάνω στο δρόμο για το χωριό. Στο χωριό το σπίτι της ήταν στον κάτω μαχαλά, λίγο πιο ψηλά από το δικό μας δεξιά ακολουθώντας το δρομάκι πριν την βρύση από την άλλη μεριά του δρόμου ήταν το πατρικό της γιαγιάς Μαρούδας όπου αμυδρά θυμάμαι ότι έμενε ο παππούς Παναγιώτης Παπάνθιμος, ο μικρότερος αδελφός της γιαγιάς Μαρούδας.

Θυμάμαι ότι συχνά επισκεπτόμουν μικρός την γιαγιά μου τόσο στις Καλύβες όσο και στο χωριό, τις πιο πολλές φορές με την μάννα μου. Όταν ο θείος Δημητρός παντρεύτηκε με την θεία Βάσω πήραν το μπροστινό δωμάτιο και η γιαγιά έμενε πίσω στην κουζίνα. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς αλλά ο θείος αρρώστησε και έχασε το ένα του νεφρό ενώ μπαινόβγαινε συχνά στα νοσοκομεία. Ετσι άλλαξε αναγκαστικά επάγγελμα και έγινε μπακάλης αφήνοντας την πιο βαριά ξυλουργική. Εκείνο όμως που δεν άφησε ποτέ ήταν το μπουζούκι του που έπαιζε συχνά στο μπαλκονάκι και τον συνόδευε στο τραγούδι η θεία Βάσω. Εγώ αμέσως έβγαινα στο μπαλκόνι μας για να τους απολαύσω.

Όταν ήμουν αρκετά μικρός και μου άρεσαν οι διηγήσεις και τα παραμύθια η γιαγιά Μαρία, όπως και όλες οι γιαγιές, μου διηγούνταν επεισόδια από την ζωή της και θυμάμαι πάρα πολύ αμυδρά τις διηγήσεις της για τα νεανικά της χρόνια, όταν πέθανε η μάννα της και ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, για τις αδελφές και τα αδέλφια της, τον παππού Γιάννη που δούλευε στο αεροδρόμιο του Καζαβητίου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν οι Αγγλογάλλοι  είχαν καταλάβει την Θάσο και τρεφόταν με το ψωμί που έφερνε ο παππούς σαν πληρωμή, τις προσπάθειες που έκανε στην βουλγαρική κατοχή να βρεί τροφή για να θρέψει τα μικρά της ορφανά και άλλα δυσάρεστα πράγματα που δεν θυμάμαι.

Πολύ βασανισμένη η γιαγιά Μαρία αλλά πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα για τον καθένα. Ετσι την θυμάμαι, κλεισμένη στην γωνιά της, ντυμένη στα κατάμαυρα, να πηγαινοέρχεται στον κήπο της λίγο πιο πάνω από τα σπίτια μας στην άκρη του χωριού προς την Βαλανίδα. Φυσικά επισκεπτόταν συχνά τις κόρες της όταν μπορούσε και μπορούσαν και αυτές, την θεία Σωτηρία όταν δεν ήταν στα καπνά με τον άνδρα της που αρχικά ήταν τσομπάνης, την θεία Χρυσούλα που δεν θυμάμαι να έφυγε ποτέ από τον Πρίνο και φυσικά την μάννα μου. Επίσης θυμάμαι τα αδέρφια της, τον παππού Σταμάτη Στενό λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας, τον παππού Αγγελο που ήταν κρεοπώλης και την αδελφή της Ελένη που είχε το διπλανό μικρό σπιτάκι από το δικό της όταν δεν ήταν στις Σέρρες με τον γιό της τον Παντελή που είχε φορτηγό αν θυμάμαι καλά. Η αδελφή της η Πλουμστή, όπως την έλεγε, πρέπει να είχε παντρευτεί στο Σωτήρος αλλά εγώ δεν πρέπει να την ήξερα.

Τα αδέρφια του πατέρα μου

Η θείες μου Αλεξάνδρα και Ευδοκία

Οσο ήμουν στο δημοτικό πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι για την θεία Αλεξάνδρα και την θεία Ευδοκία που ζούσαν στην Καβάλα, η μια δουλεύοντας σαν μοδίστρα και η άλλη σαν καπνεργάτρια. Μόνο στις διακοπές, συνήθως το καλοκαίρι, ερχόταν να μας δούν και έμεναν στο πάνω σπίτι στο χωριό για αρκετό καιρό και σπάνια τα Χριστούγεννα στις Καλύβες που ούτε ο καιρός ήταν καλός, ούτε και χώρος πολύς υπήρχε. Θυμάμαι όμως ότι όταν ερχόταν πάντα μας έφερναν πράγματα που δεν μπορούσες να βρείς στο χωριό όπως το κοτόπουλο και κάποια άλλα ψιλοπράγματα. Τις γνώρισα όμως πολύ καλά όταν πήγα στο Γυμνάσιο στην Καβάλα και έμενα μαζί τους για έξι ολόκληρα χρόνια.

Ο θείος Φίλιππας και η οικογένειά του

Ο θείος Φίλιππας πήγε σώγαμπρος στον Δημητρό τον Μητσέκο μετά τον γάμο του το 1947 στο μεγάλο αρχοντικό σπίτι που όμοιό του δεν υπήρχε στις Καλύβες. Η Μαρία γεννήθηκε το 48 και ο Δημήτρης το 55 και θυμάμαι ότι πήγαινα συχνά να παίξω κυρίως με τον Δημήτρη στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού αλλά την Μαρία λίγο την θυμάμαι, σε επισκέψεις στον παππού και την γιαγιά στο χωριό και λίγο στο δημοτικό σχολείο όταν με πρωτοπήγαν και σαν μεγαλύτερη με πήρε από το χέρι για να με ηρεμήσει από τα κλάματα. Ο θείος Φίλιππας ήταν μορφωμένος έχοντας πάει στο Γυμνάσιο αλλά στην αρχή διαχειριζόταν το εργοστάσιο και μετά έκανε πτηνοτροφείο στα Πελέκια, πάνω στην θάλασσα προς το Σωτήρος. Τελευταία φορά που θυμάμαι ήταν στην διάρκεια μιας απεργίας των δασκάλων στην τελευταία τάξη του δημοτικού που είχε και πολύ χιόνι και τον επισκεφτήκαμε, μάλλον με τον πατέρα μου, στο πτηνοτροφείο του όπου είχε και ένα μικρό σπιτάκι.

Ο θείος Τάσος και η οικογένειά του

Ο θείος Τάσος πήγε σώγαμπρος στα Λιμενάρια μετά τον γάμο του το 1946 και δεν τον θυμάμαι σχεδόν καθόλου παρά μόνο όταν ερχόταν με την γυναίκα του την Αλίκη να μαζέψουν τις ελιές που του αναλογούσαν στο μερτικό του στον κλήρο από το 56 και μετά. Δεν θυμάμαι να πήγα ποτέ στο σπίτι του στα Λιμενάρια και μόνο κάποιο καλοκαίρι η ξαδέρφη μου η Βούλα που γεννήθηκε το 47 έμεινε στο χωριό με την γιαγιά και την θεία Αννα όταν ήμουν στα τελευταία χρόνια του δημοτικού. Τον αδερφό της τον Κωστογιώργη όπως τον έλεγε η θεία Αννα γιατί είχε δύο ονόματα Κώστας-Γιώργος που γεννήθηκε κι αυτός το 55 δεν τον θυμάμαι καθόλου εκείνα τα χρόνια.

Τα ξαδέρφια του πατέρα μου

Ο θείος Νίκος και η οικογένειά του

Ο θείος Νίκος, ξάδερφος πρώτος του πατέρα μου μεγάλωσε μαζί τους όταν από ατύχημα σκοτώθηκε η μάννα του που ήταν αδελφή του παππού μου Γιώργου. Παντρεύτηκε την θεία Βασιλική και  απέκτησε δυό παιδιά, την Παναγιώτα (από όνομα της μάννας του) και τον Γιάννη (από το όνομα του πατέρα του) μεγαλύτερους από μένα. Εχοντας μαθητεύσει στον παππού του Ιωάννη Παπάνθιμο με μύησε και μένα στις δυό τελευταίες τάξεις του δημοτικού στα Αρχαία Ελληνικά. Ετσι μπαινόβγαινα στο σπίτι του τακτικά. Ηταν τακτικός επισκέπτης του Αγίου Ορους όπου έφτιαχνε σαπούνια από τα λάδια των μοναστηριών αλλά ήταν και πολύ πιστός χριστιανός και ψάλτης στην εκκλησία. Εκτός από το σπίτι στις Καλύβες θυμάμαι και το σπίτι στο Καζαβήτι πολύ κοντά στην εκκλησία, εκεί που σήμερα είναι η πιτσαρία Ανηφόρι. Πάντα χαμογελαστός με ένα καλοκάγαθο και πονηρούτσικο χαμόγελο.

Ο θείος Ζαρίφης και η οικογένειά του

Ο θείος Ζαρίφης ήταν ο αγαπημένος ξάδερφος της θείας Αλεξάνδρας, θυμάμαι ότι νοίκιαζε ένα σπίτι πάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και μια και δεν ήταν μακριά από το σπίτι μας πρέπει να πήγα μια ή δύο φορές. Νομίζω ότι σαν να τον θυμάμαι σαν Πρόεδρο της Κοινότητας αλλά πολύ αμυδρά γιατί τότε δεν πολυκαταλάβαινα από τέτοια πολιτικά. Η κόρη του η Ελένη ήταν μερικά χρόνια μικρότερή μου και δεν τη θυμάμαι καλά εκείνα τα χρόνια. Δεν θυμάμαι πότε μετακόμισε στο Σελάδι και εκεί ήταν μακριά και δεν θυμάμαι να πήγα μικρός.


 Η γιαγιά Μαρία κι ο παππούς Γιάννης (ενδεχομένως γιατί μοιάζει μεν με μια φωτογραφία αλλά...) τον οποίο ποτέ δεν γνώρισα μια που έφυγε το 1941. Η φωτογραφία της γιαγιάς είναι κάπου 25-30 χρόνια νεώτερη και προέρχεται από την ταυτότητά της.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η χρονιά του Γιάννη

Ενα τσίμπημα ...μα τι τσίμπημα

Η Φωτεινή συνταξιούχος

Τα φοιτητικά καλοκαίρια

Ο γάμος της Λίνας

Η βιομηχανική πληροφορική... στο βάθος

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα

Ψάχνοντας θέμα διδακτορικού

Η μεγάλη εκδρομή στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ

Πλησιάζοντας τον στόχο